Με αφορμή την επαίσχυντη συμφωνία του Eurogroup.

spiegel-i-ellada-den-energei-istorika-energei-deila_w_l

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΑΙΣΧΥΝΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ EUROGROUP

Η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη αποτέλεσε την αφετηρία ενός νέου γύρου μνημονιακών δεσμεύσεων, με τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ να υπακούει τελεσίδικα, μετά από μια σαθρή διαπραγμάτευση, στις εντολές των ευρωπαίων πιστωτών. Οι προεκλογικές κόκκινες γραμμές , που υποτίθεται θα εκπλήρωναν την λαϊκή εντολή για ακύρωση των μνημονίων, σβήστηκαν στο όνομα της παραμονής στην ΕΕ με κάθε κόστος, ιεραρχώντας τη σωτηρία του διεθνούς κεφαλαίου πάνω από αυτή των χειμαζόμενων κοινωνικών τμημάτων. Το περιεχόμενο της συμφωνίας, που διέπεται στο ακέραιο από τις οδηγίες των μνημονιακών υποχρεώσεων, δεν αφορά μια ουδέτερη πίστωση χρόνου μέχρι την τελική συμφωνία τον Ιούνη, αλλά μια ξεκάθαρη επέκταση της εποπτευόμενης οικονομικής πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνική οικονομία θα παραμείνει δέσμια των εντολών και των τοποτηρητών της Ευρώπης που θα εξακολουθούν να υπαγορεύουν, με τη συναίνεση της συγκυβέρνησης, το πλαίσιο της οικονομικής διαχείρισης προς όφελος της εγχώριας και διεθνούς αστικής τάξης. Έτσι, οι όροι αυτής της ταπεινωτικής συμφωνίας, θα αποτελέσουν το εχέγγυο για την αναπαραγωγή της θεσμοθετημένης λιτότητας που επιβάλλουν οι δανειακοί κανόνες της ΕΕ, ακυρώνοντας οποιαδήποτε απόπειρα φιλολαϊκής πολιτικής, άρα και το μεγαλύτερο μέρος του προεκλογικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δεσμεύσεις που εμπεριέχονται στη συμφωνία, τελικά σκιαγραφούν την ευθυγράμμιση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ με τις αξιώσεις των πιστωτών, με αποτέλεσμα την αμετάκλητη κοινωνική λεηλασία στο όνομα της αποπληρωμής του χρέους.

Συγκεκριμένα η συμφωνία προβλέπει

-Δέσμευση της κυβέρνησης για επιτυχή ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, δηλαδή του μνημονίου. Η αξιολόγηση της πορείας του προγράμματος θα εξακολουθεί να γίνεται υπό την εποπτεία των θεσμικών φορέων(ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ), οι οποίοι θα εγκρίνουν τις εκταμιεύσεις των δανείων ανάλογα με την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων. Με αυτόν τον τρόπο θα συνεχιστούν προφανώς οι εκβιασμοί για αντιλαϊκά μέτρα υπό την απειλή μη καταβολής των δόσεων. Ήδη οι χρηματοδοτικές υποχρεώσεις της χώρας προς του δανειστές για τον Μάρτιο μήνα, που αγγίζουν τα 7,1δις, αποτελούν πεδίο άσκησης πιέσεων προς τη κυβέρνηση για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων.

-Δέσμευση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, δηλαδή συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επέβαλαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Η επίτευξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών σημαίνει ότι η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να διατηρήσει την υπάρχουσα κατάσταση στον δημόσιο τομέα, άρα απομακρύνεται κάθε πιθανότητα για επαναπροσλήψεις, επαναφορά μισθών και συντάξεων αλλά και “αναπτυξιακή” πολιτική.

-Δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς να προσδιορίζεται το ακριβές μέγεθός τους, δηλαδή αναπαραγωγή της κοινωνικής φτώχειας για την επίτευξη τους. Τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι το ‘’επίτευγμα’’ της κυβέρνησης Σαμαρά και αποτέλεσαν παράγωγο της ασύστολης λιτότητας, αφού τα χρήματα που συσσωρεύτηκαν προέρχονταν από την εσωτερική υποτίμηση μέσω φοροεπιβαρύνσεων, απολύσεων και μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις.

-Δέσμευση για πλήρη και έγκαιρη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές, δηλαδή διαιώνιση της μέγγενης του χρέους και της κοινωνικής αφαίμαξης στο όνομα της αποπληρωμής των δανειστών. Η αναγνώριση του χρέους και η συμφωνία για απόλυτη αποπληρωμή του, σκιαγραφεί την τελεσίδικη υποτέλεια του ΣΥΡΙΖΑ στους δανειστές και την οριστική παράδοση της ελληνικής κοινωνίας στους εκβιασμούς τους. Ο διακρατικός χαρακτήρας του χρέους που υπάγεται στο Αγγλικό δίκαιο, το οποίο είναι το πλέον επαχθές για τον δανειζόμενο, σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει δέσμια στα χέρια των πιστωτών με τελεσίγραφα και ωμές παρεμβάσεις στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής της χώρας.

-Δέσμευση για μη εφαρμογή μονομερών ενεργειών, δηλαδή δέσμευση για μη ανάκληση αντιλαϊκών μέτρων ή εφαρμογή άλλων με φιλολαϊκό χαρακτήρα χωρίς τη συμφωνία των εταίρων. Με τη δέσμευση αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπει οριστικά το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αφού οι εντολές της συμφωνίας για απαγόρευση μονομερών ενεργειών που μπορούν να επηρεάσουν τους δημοσιονομικούς και χρηματοπιστωτικούς στόχους ακυρώνουν κάθε απόπειρα για φιλεργατικές (751 βασικός μισθός, πρόγραμμα Δημόσιας Απασχόλησης) ή “αναπτυξιακές” (ίδρυση αναπτυξιακής τράπεζας) μεταρρυθμίσεις.

-Δέσμευση των κεφαλαίων του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (11δις),που βρίσκονταν υπό την ελληνική κυριότητα, από τον EFSF με μοναδική προϋπόθεση χρήσης τη χρηματοδότηση των τραπεζών. Η χρήση των κεφαλαίων θα εγκρίνεται μονομερώς από την ΕΚΤ χωρίς την αδειοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης. Η δέσμευση αυτή αποτελεί ακόμα μια ταπείνωση της συγκυβέρνησης, αφού τμήμα των κεφαλαίων του ΤΧΣ (3δις) θα πήγαιναν, σύμφωνα με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης.

-Η συμφωνία για τετράμηνη παράταση, κατά τη διάρκεια της οποίας θα γίνονται οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή ενός νέου μνημονίου, συμπίπτει με τη λήξη των ελληνικών ομολόγων (αξίας 6,7 δις) τον Ιούλιο, που εμπεριέχονται στα συνολικά 20 δις που πρέπει να πληρώσει η κυβέρνηση για το πρώτο εξάμηνο του χρόνου. Έτσι, η επιλογή της τετράμηνης παράτασης φαίνεται πως εξυπηρετεί ένα σχεδιασμό αξιοποίησης των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους, ως μέσω πίεσης για αποδοχή ενός νέου μνημονίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας ήδη βάλει τις βάσεις για την κοινωνική συναίνεση στην αποδοχή των εκβιασμών, φαίνεται αδύνατον να αντιστρέψει τα δεδομένα και να προβεί σε μια ρηξιακή διαπραγμάτευση απόρριψης ενός νέου μνημονίου, όπως και αν αυτό ονομαστεί.

Τα πρώτα συμπεράσματα που βγαίνουν από τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην κατάπτυστη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη αφορούν, αρχικά, τον πρόδηλο πια αντικοινωνικό χαρακτήρα της ΕΕ. Αρχικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνοντας σε κάθε τόνο ότι δεν επιθυμεί τη ρήξη αλλά μια κοινή λύση με τους ευρωπαίους “εταίρους”, τους οποίους αναγνωρίζει ως φυσικούς του συμμάχους, δημιούργησε ένα διαπραγματευτικό πλαίσιο εντός των δεσμεύσεων που επιβάλλουν οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί, αποκλείοντας μονομερείς ενέργειες. Όμως, απέναντι στο γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ, πιστός στην σοσιαλδημοκρατική παράδοση που υπηρετεί ως αστική δύναμη εξουσίας, προέβει σε μια διαπραγματευτική τακτική που δεν επιθυμούσε ρητά να ξεπεράσει τα όρια μιας συναινετικής αψιμαχίας, η ανταπόκριση των ευρωπαίων υπήρξε αποκαλυπτική. Με επικεφαλής την Γερμανία, που αρνείται έστω και υποψία παρέκκλισης από τους σχεδιασμούς της για συνολική υποτίμηση του εργατικού κόστους και για αφαίμαξη των περιφερειακών χωρών προς όφελος της οικονομίας της, οι (έτσι κι αλλιώς) αναιμικές διεκδικήσεις του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίστηκαν από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο με χλεύη, απαξίωση και τελεσίγραφα. Έτσι, ακόμα και στα πλαίσια των δημοκρατικών θεσμών, η εικόνα μιας κυβέρνησης με νωπή λαϊκή εντολή για διαπραγμάτευση, που αντιμετωπίζεται ως παρίας από τους υποτιθέμενους εταίρους της, αποκάλυψε για το κοινωνικό φαντασιακό τις πραγματικές διαστάσεις της ‘’δημοκρατικής Ευρώπης’’. Η πορεία της διαπραγμάτευσης έκανε ξεκάθαρο ότι οι επιταγές του κεφαλαίου αποτελούν τον σκελετό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, και βάσει τον δικών του συμφερόντων και όχι των λαών, επιβάλλεται η οικονομική διάρθρωση εντός των κρατών. Έτσι, η αδιαλλαξία των ευρωπαίων απέναντι στις διαπραγματευτικές διεκδικήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφορά στο ότι η Ευρώπη των μονοπωλίων, που οι διεθνείς μηχανισμοί υπηρετούν, επιβάλλει αδιαπραγμάτευτα μια αντικοινωνική πολιτική με στόχο να επανακάμψει το κεφάλαιο, ακυρώνοντας ακόμα και τη θεσμική ισχύ των εθνικών κοινοβουλίων.

Η πανθομολογούμενη αποτυχία της διαπραγμάτευσης της συγκυβέρνησης, τουλάχιστον σε σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες, δεν έγκειται στην απροθυμία της ούτε στην ανικανότητά της. Το διακύβευμα της καπιταλιστικής κρίσης μέσα στα πλαίσια των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αφορά την αναστύλωση της κερδοφορίας με διαχρονική προϋπόθεση την μετατόπιση των βαρών του κεφαλαίου και την κάθετη υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό αποτελεί διαχρονικά τον απαράβατο κανόνα για το ξεπέρασμα της κρίσης, γι αυτό και καμία σοσιαλδημοκρατική συνταγή δεν μπορεί να το αντιστρέψει, και πόσο μάλλον σήμερα που η παγκόσμια επανάκαμψη της κερδοφορίας εδράζεται στον αφανισμό του κοινωνικού κράτους και την ακραία υποτίμηση της εργασίας. Έτσι. το Γερμανικό κεφάλαιο, ως ατμομηχανή του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, δεν επιβάλει την λιτότητα από εμμονή ,αλλά από την υπαρξιακή του ανάγκη να ξεπεράσει τη κρίση και να καταστήσει την Ευρώπη ως ηγέτιδα δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας. Ο καπιταλιστικός κόσμος διαρθρώνεται μέσα από συγκεκριμένους νόμους, θεσμούς και κανόνες που καλούνται να εξυπηρετήσουν αταλάντευτα τις δεδομένες ανάγκες του κεφαλαίου μέσα στα πλαίσια της κρίσης. Φαντάζει λοιπόν τουλάχιστον αστείο κάποιοι να πιστεύουν ότι το ελληνικό κράτος, ακόμα και μια “αριστερή” κυβέρνηση, μπορεί να αλλάξει το ρου της διαχείρισης της κρίσης, από τη στιγμή που αποδέχεται τόσο το ευρωπαϊκό περιβάλλον όσο και τους καπιταλιστικούς- ιμπεριαλιστικούς νόμους που το διέπουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε στη κυβέρνηση έχοντας εξασφαλίσει τη συναίνεση της κοινωνίας, αλλά και της εγχώριας και διεθνούς άρχουσας τάξης, έχοντας πείσει τόσο την κοινωνία για διαγραφή των μνημονίων όσο και τα ντόπια και διεθνή κέντρα για μη εφαρμογή μονομερών ενεργειών. Αυτή η διγλωσσία του, που έγινε ξεκάθαρα εμφανής από τις μετεκλογικές προγραμματικές εξαγγελίες περί αποδοχής ποσοστών του μνημονίου, καθιστά τη συγκυβέρνηση ως επιτελείο προσυμφωνημένης εξυπηρέτησης των αναγκών του κεφαλαίου και όχι του λαού. Η συγκυβέρνηση προχώρησε, μέσω της συμφωνίας του eurogroup, σε μονομερή ενέργεια έναντι της λαϊκής εντολής, αφού μέσω των επικοινωνιακών του λεονταρισμών εξαπατούσε το κοινωνικό σώμα περί ανυποχώρητης διαπραγμάτευσης, την ίδια στιγμή που συνυπέγραφε τη συνέχιση των μνημονιακών δεσμεύσεων. Άλλωστε, ήταν ενδεικτική η στάση της πλειονότητας των ΜΜΕ, ως φωνή της αστικής τάξης, που τις μέρες της διαπραγμάτευσης καλωσόριζαν τις επικοινωνιακές κορώνες του ΣΥΡΙΖΑ περί σκληρής διαπραγμάτευσης, χτίζοντας μια νέου τύπου εθνική ενότητα που θα αποδεχθεί τη συμφωνία και θα συναινέσει στο νέο γύρο αντιλαϊκής πολιτικής. Γιατί, εάν υπήρχε έστω και μία πιθανότητα η συγκυβέρνηση να μην ενδώσει στα (αναμενόμενα) τελεσίγραφα των ευρωπαίων, τότε όχι μόνο θα είχε δεχθεί μια άνευ προηγουμένου επίθεση από τον τύπο,αλλά πιθανόν να μην είχε καν εκλεγεί. Ακόμα, το γεγονός ότι η συμφωνία χαιρετίστηκε από τις ενώσεις της εγχώριας αστικής τάξης ΣΕΒ και ΣΕΤΕ, αναγνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση τήρησε τις δεσμεύσεις προάσπισης των συμφερόντων τους, ξεδιαλύνει οποιαδήποτε σύγχυση για τον χαρακτήρα της συμφωνίας, για τον χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερό δεκανίκι του κεφαλαίου, αλλά και για τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής που θα ακολουθήσει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί αυτή τη στιγμή ένα νέου τύπου success story, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα τις συμφωνίας σαν μια πρωτοφανή επιτυχία. Πάνω σ’ αυτήν τη ρητορική ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει να κερδίσει πολιτικό χρόνο, διατηρώντας τις όποιες κοινωνικές συναινέσεις, επενδύοντας κυρίως στα ψίχουλα που θα μοιράσει εν είδει αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά και με εξαγγελίες αλλαγών στο πλαίσιο των δικαιωμάτων (κρατούμενοι, μετανάστες κλπ). Το πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που παρουσιάστηκε από το mail Βαρουφάκη, αποτελεί την οριστική επισφράγιση της αντιλαϊκής πολιτικής που θα εφαρμοστεί, αφού η καρδία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που αφαιμάζει την κοινωνία θα παραμείνει στο απυρόβλητο. Οι προτάσεις για τις εργασιακές σχέσεις, τους μισθούς, τις συντάξεις, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις ιδιωτικοποιήσεις, σύμφωνα με το mail Βαρουφάκη, ανταποκρίνονται πλήρως στις οδηγίες της ΕΕ για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, μέσω των επενδύσεων που θα προσελκυθούν από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, τη χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και του φτηνού εργατικού κόστους. Όμως, ακόμα και η όποια απόπειρα φιλολαϊκής πολιτικής, όπως οι επαναπροσλήψεις και η σταδιακή άνοδος του κατώτατου μισθού, δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί αν αυτή επηρεάζει τις δημοσιονομικές και χρηματοδοτικές υποχρεώσεις, δημιουργώντας έτσι ένα απαγορευτικό πλαίσιο για ουσιαστικές φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Γι αυτό και σήμερα η συγκυβέρνηση δεν μιλά για πρόγραμμα εθνικής ανασυγκρότησης, αλλά, για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και για επιδόματα – ντροπή για την οριακή επιβίωση των πληβείων.

Με αυτά τα δεδομένα, αλλά και με την επερχόμενη συμφωνία για νέο μνημόνιο τον Ιούνιο, είναι δεδομένο πως ο ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά θα χάσει την κοινωνική συναίνεση που αυτή τη στιγμή λαμβάνει, με αποτέλεσμα την ενδεχόμενη δημιουργία εσωκομματικών τριγμών που θα καταστήσουν την κυβέρνηση υπό αίρεση. Ταυτόχρονα, οι όποιες κοινωνικές διεκδικήσεις στο διάστημα του τετραμήνου των διαπραγματεύσεων, δεν θα μπορούν να αφομοιωθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ αφού δεν θα μπορεί να παράσχει τίποτα, με αποτέλεσμα τη πιθανότητα μιας γενικής αποσταθεροποίησης με εκρηκτικές διαστάσεις. Σύμφωνα με τα πρώτα δείγματα γραφής της, η συγκυβέρνηση, όπως και κάθε αστική κυβέρνηση σε συνθήκες αποσταθεροποίησης, αν βρεθεί μπροστά σε μαζικές απεργίες, αλλά και κάθε είδους δυναμικές διεκδικήσεις δεν θα διστάσει να καταστείλει, να λοιδορήσει και να επιτεθεί στους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες στο όνομα της “εθνικής προσπάθειας” που υπονομεύεται.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε ένα τετελεσμένο για τα δυνάμει πολιτικά κόμματα εξουσίας. Από εδώ και στο εξής, η όποια προεκλογική δέσμευση των αστικών κομμάτων δεν μπορεί παρά να αφορά μια σκληρότερη διαπραγμάτευση από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εναλλακτικό κόμμα διαχείρισης, που να θέτει ακόμα πιο δυναμικούς όρους διαπραγμάτευσης ,αλλά και με δεδομένη την αποτυχία της οικονομικής πολιτικής της συγκυβέρνησης, ενδεχομένως να δημιουργηθεί ένα κοινωνικό ρεύμα σύγκρουσης με την κυβέρνηση και την ΕΕ, το οποίο δεν θα έχει τον πολιτικό χώρο για να εκφραστεί. Είτε θεωρήσουμε σαν δεδομένο την συνέχιση της ενδοτικής πορείας της συγκυβέρνησης, είτε θεωρήσουμε ότι μπροστά στο ενδεχόμενο ενός νέου μνημονίου τον Ιούνη ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα υπογράψει καλώντας είτε σε δημοψήφισμα είτε σε κυβέρνηση “εθνικής συνεννόησης”, το κυβερνητικό τοπίο της χώρας είναι ρευστό με προεκτάσεις ακόμα και συνολικής πολιτικής αστάθειας, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πιο αντιδραστικές κατευθύνσεις.

Μέσα σ’ αυτά τα δεδομένα, που αφορούν μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με τη μορφή γενικευμένης εξέγερσης και της ακραίας καταστολής της, το επαναστατικό κίνημα θα πρέπει να δρομολογεί τη τακτική του ως καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων. Ενδεχομένως, το επαναστατικό κίνημα να βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία μαζικοποίησης των επαναστατικών προτάσεων για έξοδο από την κρίση, αφού η εξάντληση των θεσμικών μέσων, κυρίως των εκλογών, αλλά και οι αδυσώπητοι εκβιασμοί των ευρωπαίων θα δημιουργήσουν μια απότομη ωρίμανση της κοινωνίας που δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να αναλάβει την υπόθεση στα χέρια της. Όμως, ένα τέτοιο ενδεχόμενο προϋποθέτει την ετοιμότητα του κινήματος σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο. Η πλειονότητα της εγχώριας αριστεράς, που βρίσκεται μακριά από τις επαναστατικές μεθόδους σύγκρουσης, θεωρούμε πως την κρίσιμη στιγμή θα προδώσει ή θα λιγοψυχήσει μπροστά στην αδυναμία της να σηκώσει το βάρος μιας βίαιης αναμέτρησης με τις δυνάμεις του καθεστώτος. Μόνο η δημιουργία ενός επαναστατικού φορέα μπορεί να διαχειριστεί με σθένος τα επίδικα της εποχής και να συγκεντρώσει τις κινηματικές δυνάμεις σε μια μετωπική συμπόρευση προς την επαναστατική προοπτική. Τα προτάγματα για έξοδο από την ΕΕ, για σύγκρουση με την εγχώρια αστική τάξη και για την επαναστατική διαδικασία που την εμπεριέχει, αποτελούν τα καίρια σημεία της κινηματικής και λαϊκής συσπείρωσης που θα πρέπει να επιτευχθεί σήμερα ως επίκαιρη και ρεαλιστική απάντηση στην κοινωνική λεηλασία.

Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην Ε.Ε

Αθήνα, αρχές Μάρτη 2015



 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *