Ασφαλιστικό, πολιτική συγκυρία και προλεταριακή στρατηγική

Η αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος οφείλει να ερμηνευτεί από τις προλεταριακές δυνάμεις μέσα από τις πραγματικές-ταξικές του διαστάσεις, ως επιστέγασμα δηλαδή της εργασιακής αναδιάρθρωσης που επιχειρείται στα πλαίσια της συνολικότερης διαχείρισης της κρίσης του καπιταλισμού και της ειδικότερης μνημονιακής της έκφρασης στην Ελλάδα. Αντιλαμβανόμενοι, λοιπόν, το ασφαλιστικό ζήτημα ως αιχμή της ταξικής επίθεσης που εξαπολύουν τα διεθνή και ντόπια αφεντικά εδώ και έξι χρόνια στα εργαζόμενα-λαϊκά στρώματα, είμαστε υποχρεωμένοι όχι μόνο να σταθούμε μακριά από οποιαδήποτε συζήτηση περί λύσης για τη ‘’μη βιωσιμότητα’’ των ασφαλιστικών ταμείων, αλλά και να την αποδομήσουμε ως μια συζήτηση ταξικά χρωματισμένη προς όφελος των αφεντικών.

Παρακολουθώντας το δημόσιο διάλογο που συντελείται από τους κάθε λογής εκφραστές και απολογητές της ταξικής βίας που ασκείται στα φτωχά λαϊκά στρώματα (πολιτικούς, δημοσιογράφους, ‘‘συνδικαλιστές’’), παρατηρούμε ότι το ασφαλιστικό ζήτημα τίθεται μονολιθικά υπό το πρίσμα της αδυναμίας των χρεοκοπημένων ταμείων να καταβάλουν τις συντάξεις και της ‘‘αντικειμενικής’’ αναγκαιότητας να ληφθούν μέτρα για την εξασφάλιση ενός σύγχρονου  ευρωπαϊκού ασφαλιστικού συστήματος. Αυτή η ‘‘αντικειμενική’’ διάγνωση περί χρεοκοπίας των ταμείων, η οποία  είτε τεχνηέντως αποκρύπτει τα αληθινά αίτια της κατάρρευσης τους, είτε τα επικαλείται στο όνομα ενός ‘’επιβεβλημένου εξορθολογισμού’’, αποτελεί ουσιαστικά την ιδεολογική επικάλυψη για την απενοχοποίηση της αστικής τάξης που τα λεηλάτησε, ενώ προλογίζει μια εκ νέου μετατόπιση των βαρών προς τα χαμηλά στρώματα μέσω της περαιτέρω υποτίμησης του εργατικού κόστους. Το ζήτημα των χρεοκοπημένων ταμείων εκφράζει το διαχρονικό χαρακτήρα της επίθεσης των αφεντικών απέναντι στην εργασία, αλλά και την υφαρπαγή του πλούτου που εμείς παράγουμε, αφού οι μαύρες τρύπες δημιουργήθηκαν από την ‘‘αξιοποίηση’’ των αποθεματικών είτε ως κεφάλαιο επενδύσεων (δημόσιων και ιδιωτικών) από τη δεκαετία του 1950, είτε αργότερα στις δεκαετίες 1990-2000 ως κεφάλαιο τοποθέτησης στα διεθνή χρηματιστήρια. Πέρα όμως από τη λεηλασία των αποθεματικών από την εγχώρια αστική τάξη, η μαύρη τρύπα των ταμείων οφείλεται και στην αντεργατική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών, με την καθιέρωση της ανασφάλιστης εργασίας (η όποια επιβάλλεται από τα αφεντικά και όχι από τους εργαζόμενους), την εισφοροδιαφυγή και την ανεργία, με λίγα λόγια δηλαδή από τη συστηματική λεηλασία των εργαζομένων και του πλούτου τους.

Καθήκον των προλεταριακών δυνάμεων είναι να αποφύγουν να συρθούν σε τεχνικού τύπου λύσεις για τη ‘‘βιωσιμότητα των ταμείων’’, ακόμα και όταν αυτές φαντάζουν ‘‘ριζοσπαστικές’’ (φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου, ανακεφαλαιοποίηση των ταμείων κλπ), όχι τόσο γιατί αυτό θα ήταν οπισθοχώρηση στο ρεφορμισμό και σε έναν αγώνα καθορισμένο εκ των προτέρων από τον αντίπαλο, όσο γιατί ένα -ακόμα ανύπαρκτο- οργανωμένο προλεταριακό κίνημα δεν προτείνει λύσεις, αλλά προβάλει αδιαπραγμάτευτα αιτήματα. Απόρροια μιας τέτοιας προλεταριακής στάσης σήμερα, για τη δημιουργία της οποίας οφείλουμε να δίνουμε όλες μας τις δυνάμεις,  θα ήταν η κατανόηση του ζητήματος της ασφάλισης με όρους εργατικούς –ταξικούς, με όρους δηλαδή των δικών μας αναγκών και των δικών μας δυνατοτήτων, όπως έχουν αποτυπωθεί στην ιστορία. Αφετηρία μιας τέτοιας απόπειρας δεν μπορεί παρά να είναι η συνείδηση του ρόλου μας ως προλετάριοι μέσα στην λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής, η κατανόηση της βίας και της λεηλασίας που δεχόμαστε ως τάξη και κυρίως η κατανόηση ότι αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι μια συγκυριακή εκτροπή, αλλά η απροσχημάτιστη έκφραση της ίδιας της φύσης του καπιταλιστικού συστήματος που βρίσκεται σε κρίση.

Με αυτά τα δεδομένα, η πάλη ενάντια στο (αντί)ασφαλιστικό νομοσχέδιο οφείλει να πάρει ένα χαρακτήρα προλεταριακής ζύμωσης, αυτομόρφωσης, συνείδησης και οργάνωσης, γιατί η επιχειρούμενη αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού δεν είναι ζήτημα ατομικό, μερικό ή συντεχνιακό αλλά βαθιά ταξικό. Γιατί αποτελεί κυρίως επίθεση στην τάξη μας. Γιατί ανατρέπει τον πυρήνα των εργατικών κεκτημένων επιχειρώντας να διαμορφώσει συσχετισμούς υποταγής και ήττας για το σύνολο των εργαζομένων και του κινήματος. Και για να το πούμε με άλλα λόγια, η βασική προϋπόθεση για να ανταπεξέλθουμε στον αγώνα που καλούμαστε να δώσουμε και για να κατακτήσουμε την αυτοπεποίθηση μιας συγκροτημένης αντεπίθεσης στο (αντί)ασφαλιστικό νομοσχέδιο, είναι η ανάκτηση της συλλογικής μας συνείδησης ως τάξη και η σφυρηλάτησή της με γνώση. Τη γνώση που τόσο αριστοτεχνικά συσκότισε η αστική ιδεολογία, τη γνώση δηλαδή της θέσης μας ως τάξη μέσα στον καπιταλισμό. Τη γνώση και την απομυστικοποίηση της εργασιακής μας εκμετάλλευσης, του ρόλου μας δηλαδή στην παραγωγή και στη κερδοφορία των αφεντικών. Η γνώση αυτή θα ξεδιαλύνει και τις στρεβλώσεις γύρω από τη σημειολογία της ασφάλισης, τοποθετώντας την στη πραγματική της βάση: ως κεκτημένο της ταξικής πάλης του περασμένου αιώνα, ως ελάχιστη ‘‘ανταπόδοση’’ των αφεντικών από τον πλούτο που εμείς παράγουμε.

H μισθωτή εργασία στον καπιταλισμό, δηλαδή η διαδικασία στην οποία υποβαλλόμαστε καθημερινά για να διασφαλίσουμε τα προς το ζην, δεν αφορά μια αποκομμένη σχέση ανάμεσα σε εμάς και στον εκάστοτε εργοδότη μας, αλλά μια συνολικότερη κοινωνική σχέση που συγκροτεί τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή η σχέση ουσιαστικά εδράζεται στον εκβιασμό της επιβίωσης, μέσω της ‘‘ενοικίασης’’ προς τους εργοδότες του μοναδικού ‘‘εμπορεύματος’’ που κατέχουμε σαν προλετάριοι: της εργατικής μας δύναμης. Η εργασία μας είναι αυτή που κινεί τον κόσμο γιατί παράγει, χτίζει, περιθάλπτει και εκτρέφει, ενώ την ίδια στιγμή ο πλούτος που πηγάζει από την χειρωνακτική ή πνευματική εργασίας μας, δεν επιστρέφει εξολοκλήρου σε εμάς, παρά ένα ελάχιστο τμήμα της. Αυτά δηλαδή που εμείς παράγουμε με την εργασία μας (εμπορεύματα ή υπηρεσίες), τα αφεντικά τα πωλούν αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, αφήνοντας ουσιαστικά ένα φιλοδώρημα για εμάς που λέγεται μισθός, ασφάλιση και σύνταξη. Έτσι, με το κόστος της εργατικής μας δύναμης (ως πρωτεύον εμπόρευμα), σε σχέση με τα εμπορεύματα που παράγουμε και τα κέρδη που αποφέρει η τελική τους πώληση να είναι αναντίστοιχα, η σημασία του ασφαλιστικού δεν μπορεί παρά να εντάσσεται στην δομικά ληστρική φύση του καπιταλιστικού συστήματος.

Υπό το πρίσμα λοιπόν, ότι αυτό που ονομάζεται μισθός και σύνταξη αποτελεί μια θεσμοθετημένη ληστεία εις βάρος μας, αφού το κεφάλαιο και το κράτος του ‘‘αναδιανέμουν’’ τα ψίχουλα που περισσεύουν  από τα υπέρογκα κέρδη τους για να επιβιώνουμε και να τους υπηρετούμε, το ασφαλιστικό ζήτημα δεν αφορά τη διαχείριση κάποιων πόρων, αλλά την ένταση της ταξικής μας εκμετάλλευσης. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο τα οποιαδήποτε προλεταριακά αιτήματα απέναντι στην επερχόμενη διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης οφείλουν να διέπονται, τόσο από το συγκεκριμένο επίδικο της συγκυρίας που αφορά τη μείωση του εργατικού μας κόστους και την απεμπλοκή των αφεντικών από την ‘’πρόνοια’’ μας (ιατροφαρμακευτική και συνταξιοδοτική), τόσο και από το γενικότερο πλαίσιο της σύγκρουσης δύο αντιμαχόμενων κόσμων: της αστικής τάξης και του προλεταριάτου.

Εφόσον η εκμετάλλευση της εργασίας αποτελεί το επίκεντρο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, το δικαίωμα στην ασφάλιση μπορεί να εκλαμβάνεται ως ‘‘παραχώρηση’’ του κεφαλαίου για την στοιχειώδη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (περίθαλψη, αποζημίωση, μισθός μετά το πέρας του εργασιακού βίου), όμως αποτελεί πρωταρχικά μια σπουδαία κατάκτηση της εργατικής τάξης του περασμένου αιώνα. Μια κατάκτηση που απέδειξε περίτρανα ότι η εξέλιξη της ταξικής πάλης εξαρτάται από τη δυνατότητα του προλεταριάτου να οργανώνεται πολιτικά και να συσπειρώνεται γύρω από τα δικά του και μόνο συμφέροντα. Ή όπως θα έλεγε και ο Μαρξ ‘’η ιστορία όλων των κοινωνιών είναι ιστορία των ταξικών αγώνων’’. Με δεδομένο λοιπόν ότι η ασφάλιση αποτελεί κεκτημένο του εργατικού κινήματος, η ‘‘μερικότητα’’ -όπως μπορεί να εκλαμβάνεται από ορισμένους- του αιτήματος για ‘’ασφάλιση για όλους’’ και για ‘‘δωρεάν και δημόσια υγεία’’ δεν αποτυπώνει ένα μικροαστικό αίτημα, αλλά την (εκ των πραγμάτων) αμυντική έκφραση των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στην επέλαση του κεφαλαίου. Αποτυπώνει ιστορικά, την περιφρούρηση των κεκτημένων της εργατικής τάξης, και ταυτόχρονα επίκαιρα, την προσπάθεια αναχαίτισης των σχεδίων των αφεντικών στο να μας εξορίσουν στο βιοτικό περιθώριο.

Το ζήτημα του ασφαλιστικού, με το τέλος του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας», τη νεοφιλελεύθερη στροφή της παγκόσμιας οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και την ανελέητη επίθεση στην εργατική τάξη που ακολούθησε, βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο των αφεντικών ως κομμάτι της συνολικότερης στρατηγικής για υποτίμηση του εργατικού κόστους. Ειδικότερα, η ΕΕ ως ένας βαθιά αντιλαϊκός συνασπισμός και ως δυναμικός πόλος στον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, διακηρυκτικά προέβλεπε την ‘‘ανταγωνιστικότητα’’ ως πεδίο αναβάθμισης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στις διεθνείς αγορές. Η ‘‘ανταγωνιστικότητα’’ αυτή καθοριζόταν απερίφραστα από τη συνολική μείωση του εργατικού κόστους  και την αναδιάρθρωση των μέχρι τότε δεδομένων εργασιακών σχέσεων. Όμως, η σφοδρή αντεργατική πολιτική που ακολουθήθηκε από το σύνολο των κρατών μελών της ΕΕ, είχε ως προϋπόθεση την ιδεολογική και κατασταλτική επίθεση στο εργατικό κίνημα της περιόδου, την (συνεχιζόμενη) ήττα του οποίου γευόμαστε έως σήμερα.

Αντιλαμβανόμενοι λοιπόν την Ιστορία και συγκεκριμένα το επίπεδο της εκμετάλλευσης, όχι ως κάτι τετελεσμένο ή συγκυριακά προσαρμοσμένο, αλλά ως ιστορικό συνεχές που αποτυπώνει τους ανά περιόδους συσχετισμούς  ανάμεσα στις αντιμαχόμενες τάξεις, οφείλουμε να δώσουμε μια -κατά τα άλλα αυτονόητη- προέκταση στη μάχη του ασφαλιστικού που αφορά τη δυνατότητα ή μη των προλετάριων να εκτρέψουν μια μακροχρόνια κατάσταση οπισθοχώρησης. Αν δηλαδή, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι μια ενδεχόμενη προλεταριακή νίκη απέναντι στο (αντί)ασφαλιστικό νομοσχέδιο, δε θα αποτελούσε απλά μια αναδίπλωση της κυβέρνησης, αλλά μια ανατροπή των σχεδίων του κεφαλαίου σε συνθήκες κρίσης και μια ανακατάταξη των ταξικών συσχετισμών που θα όρθωναν  το προλεταριακό κίνημα, δίνοντας του τεράστια αυτοπεποίθηση και κουράγιο για νέους αγώνες.

Επιμένουμε πως η μάχη του ασφαλιστικού (θα πρέπει να) είναι μια προλεταριακή μάχη, πρώτα απ’ όλα απέναντι στους εαυτούς μας. Να γίνει μια μάχη για την ανασυγκρότηση του κινήματος και την συνειδητοποίηση της θέσης του στον κόσμο, μια μάχη πολιτικής και οργανωτικής διαπαιδαγώγησης της τάξης μας. Γιατί πριν από όλα, πρέπει να δώσουμε σκληρές μάχες ενάντια στην επίδραση του ατομισμού, του αυθορμητισμού, της ηττοπάθειας, της διαμεσολάβησης και της ανάθεσης, που μας έχουν αλλοιώσει.

Με δεδομένο λοιπόν πως το προλεταριάτο, εδώ και πολλές δεκαετίες, βρίσκεται αποδιοργανωμένο και παραδομένο στην ιδεολογική αφασία (με την ευθύνη φυσικά να βαραίνει και την αριστερά που ενσωματώθηκε στον αστισμό και στις προσόδους του), η μάχη του ασφαλιστικού οφείλει να πάρει ένα χαρακτήρα συσπείρωσης και οργάνωσης των προλεταριακών δυνάμεων. Η ανεπάρκεια λόγου και δράσης των προλεταριακών δυνάμεων αυτή τη στιγμή, όχι μόνο αφήνει χώρο στις αντιδραστικές-αστικές δυνάμεις του ‘’συνδικαλισμού’’ και της ‘’αντιπολίτευσης’’ να διαχειρίζονται τον υποτιθέμενο αντίλογο στο νομοσχέδιο, συσκοτίζοντας  επιτηδευμένα το ουσιαστικό περιεχόμενο του ζητήματος, αλλά κυρίως διαιωνίζει την παραλυτική κατάσταση του προλεταριάτου, που αδυνατώντας να οργανωθεί με άξονα την προστασία των δικών του συμφερόντων (που σήμερα έχουν πιάσει πάτο και αγγίζουν την δυνατότητα οριακής επιβίωσης), παραμένει στο περιθώριο χωρίς συλλογική έκφραση, αιτήματα και θέσεις. Χωρίς εν τέλει τη δυνατότητα -και εδώ βρίσκεται το βάθος της ήττας που βιώνουμε- η τάξη που παράγει τον πλούτο και συντηρεί τον κόσμο που μας περιβάλλει, η τάξη που βρίσκεται εδώ και έξι χρόνια σε οικονομική, κατασταλτική και πολιτική καραντίνα, να μην μπορεί να αρθρώσει οργανωμένα και μαχητικά τον αντίλογο της.

Μια ταξική αποτύπωση της βαρύτητας του (αντί)ασφαλιστικού νομοσχεδίου σήμερα οφείλει, πέρα από την βάση της προσέγγισης που αφορά την ανάλυση των παραγωγικών σχέσεων στο σύνολο τους, να εστιάζει και στο συγκεκριμένο πλαίσιο που συμβαίνει αυτή η ‘‘μεταρρύθμιση’’. Να αναλύσει δηλαδή τη συγκεκριμένη κατάσταση μέσα στην οποία επιχειρείται μια ακόμα σφοδρή αντιλαϊκή επίθεση. Και αυτό διότι ποτέ και πουθενά καμιά συγκροτημένη προλεταριακή αντεπίθεση δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την κατανόηση των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών συσχετισμών της εποχής της. Αντιλαμβανόμενοι λοιπόν στη συγκυρία ως κυρίαρχο και κοσμοϊστορικό γεγονός την κρίση του καπιταλισμού, θεωρούμε πως το επιβεβλημένο (και) της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό για τη διαχείριση αυτής της κρίσης και της δημιουργίας ενός εύφορου για το κεφάλαιο κοινωνικού πεδίου ώστε να ανακάμψει η κερδοφορία του. Το πρωταρχικό ζητούμενο για την ανάκαμψη αυτής της κερδοφορίας αποτελεί, διαχρονικά, η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και η δημιουργία ευνοϊκού πεδίου επενδύσεων. Η μνημονιακή έκφραση της διαχείρισης της κρίσης στην χρεοκοπημένη Ελλάδα, η οποία παίρνει διαστάσεις πολλαπλής εκμετάλλευσης του λαού της λόγω της εξαρτημένης της θέσης στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, εκφράζεται κυρίως μέσω της επίθεσης στα χαμηλά στρώματα. Όμως, αυτή η επίθεση δεν οριοθετείται μονάχα στην ενίσχυση του ντόπιου κεφαλαίου, αλλά προεκτείνεται και στην ενίσχυση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου μέσω και της αποπληρωμής του χρέους. Η διαδικασία δηλαδή υποτίμησης των ζωών μας (μείωση κρατικών δαπανών για τα ασφαλιστικά ταμεία κατά 4,6%  και 3,9% για περίθαλψη για το 2016) για την απαιτούμενη συγκέντρωση κεφαλαίου που πηγαίνει απευθείας στους δανειστές, δίνει μια σημαντική προέκταση (και) στο ασφαλιστικό ζήτημα και στη σχέση της χώρας με την ΕΕ, αφού υπό τον εκβιασμό της χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας, ουσιαστικά χρεοκοπείται η πλειονότητα των εργαζομένων για να αποπληρωθεί ένα χρέος που δημιούργησαν η εγχώρια αστική τάξη και οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί.

Η εξαρτημένη θέση του ελληνικού κράτους, πέρα από το βασικό επίδικο που αφορά τον εκβιασμό του χρέους, αφορά και την αδυναμία της ελληνικής αστικής τάξης, είτε να δώσει ανάσες στην κατεστραμμένη εγχώρια οικονομία, είτε να προβεί σε παραγωγική ανασυγκρότηση. Έτσι, η εγχώρια πλουτοκρατία βασιζόμενη στο ‘‘ασφαλές περιβάλλον’’ της ΕΕ και στην προσμονή διεθνών επενδυτών, όπου θα εξασφαλίσει και το δικό της μερίδιο από το επενδυτικό σάρωμα που προμηνύεται, ουσιαστικά ξεπουλάει τους εργαζόμενους ως θέλγητρο για προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Με αυτόν τον τρόπο, οι μνημονιακές πολιτικές αποτελούν την ιδιαίτερη διαχείριση ενός χρεοκοπημένου κράτους, αλλά και τη βάση ενός νέου αρχιτεκτονικού μοντέλου εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και της υφαρπαγής του  κοινωνικού πλούτου της χώρας ώστε να ενισχυθεί το ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο.

Σε αυτήν τη νέα αρχιτεκτονική δομή, εντάσσονται όλες οι νομοθεσίες των μνημονίων και φυσικά και το νέο (αντί)ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Έτσι, η διάλυση της ασφάλισης, η οποία συμβαίνει ταυτόχρονα με τις αντεργατικές νομοθεσίες (μαζικές απολύσεις, λοκ-αόυτ, μειώσεις μισθών κλπ) αφορά την προσέλκυση των επενδυτών μέσω της προσφοράς ενός φτηνού εργατικού δυναμικού. Αυτή είναι η συνταγή για την πολυπόθητη ‘‘ανάκαμψη’’ και ‘’ανάπτυξη’’ της εγχώριας οικονομίας. Αυτό σημαίνει ‘‘ανάπτυξη’’ στον καπιταλισμό της κρίσης: φτώχεια, ανασφάλεια και δυστυχία. Και αυτού του είδους την ανάπτυξη, τη νεοφιλελεύθερη ‘’ανάπτυξη’’ μέσω επενδύσεων και όχι μέσω της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης,  υιοθετεί πλέον  και ο ΣΥΡΙΖΑ, απογαλακτισμένος πλέον από τις παραληρηματικές μετακευνσιανές φόρμουλες πού φαντασιωνόταν πριν ανέβει στην εξουσία.

Σήμερα λοιπόν, η ‘‘αριστερά’’ του κεφαλαίου έρχεται να προτείνει ένα δικό της νομοσχέδιο -και όχι έτοιμο και μεταφρασμένο όπως καμώνεται ανερυθρίαστα ο Κατρούγκαλος- το οποίο περιλαμβάνει μια συνολική ανατροπή, τόσο στον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, όσο και στη νοοτροπία της λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος. Η μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος από αναδιανεμητικό σε ανταποδοτικό, η πλήρης δηλαδή υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας για τις εργασιακές σχέσεις και η μετατροπή της σύνταξης σε άθροισμα των ατομικών εισφορών του εργαζόμενου και μάλιστα για το σύνολο του εργασιακού του βίου, σημαίνει όχι απλά μια μείωση των συντάξεων, αλλά τη μετατροπή τους σε επίδομα πείνας. Το νέο ασφαλιστικό προβλέπει αλλαγή τρόπου υπολογισμού σύνταξης μέσω της μείωσης των ποσοστών αναπλήρωσης και του αθροίσματος των μισθών του συνόλου του εργασιακού βίου, σε αντίθεση με το υπάρχον σύστημα που αφορά την καλύτερη 5ετία της τελευταίας 10ετίας. Προβλέπει την ενοποίηση των ταμείων, δίνοντας άφεση στην τραπεζική και εργοδοτική λεηλασία τους, επιβάλει μειώσεις και στους παλιούς συνταξιούχους, σε αντίθεση με τα ασύστολα ψεύδη της κυβέρνησης, όπου μέσω της ‘‘προσωπικής διαφοράς’’ -που θα δίνεται μέχρι το 2018 και στη συνέχεια θα επανεξεταστεί βάσει των ρυθμών ανάπτυξης- προλογίζεται  η κατάργησή της και η ευθυγράμμιση όλων των συντάξεων (παλιών και νέων) στο νέο σύστημα υπολογισμού τους. Τέλος, προβλέπει την αύξηση των ορίων ηλικίας στα 67 για όλους (άνδρες και γυναίκες) για πλήρη σύνταξη, και την ‘‘εθνική σύνταξη’’ των 384 ευρώ ως τη μόνη κρατική εγγύηση για την ‘’πρόνοια’’ των εργαζομένων.

Ξεκινώντας από το γεγονός πως ο Σύριζα έχει ήδη μειώσει τις συντάξεις μέσω του τρίτου μνημονίου και των προαπαιτούμενων (μείωση 1,8 στις δαπάνες για την ασφάλιση, αύξηση ορίων ηλικίας στα 67 με 15 χρόνια ασφάλιση και στα 62 με 40, αύξηση 2% εισφορών των συντάξεων για την υγεία, μείωση της κατώτατης σύνταξης από 486 σε 392, άμεση κατάργηση του ΕΚΑΣ για το 20% των δικαιούχων και πλήρης κατάργηση του μέχρι το 2019,10% μείωση στις πρόωρες συντάξεις), αντιλαμβανόμαστε ότι νέο νομοσχέδιο θα εφαρμοστεί σε ένα ήδη καθεστώς εργασιακής κόλασης. Με το υπάρχων καθεστώς ανεργίας (25% του ενεργού πληθυσμού και σχεδόν 50% στους νέους) και με τη μαύρη εργασία ή αυτήν με μειωμένη ένσημα, καταλαβαίνουμε πως το ενδεχόμενο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για πλήρη σύνταξη αγγίζει ένα μικρό ποσοστό των σημερινών εργαζομένων, ενώ για τους υπόλοιπους προβλέπεται η ‘‘εξασφαλισμένη πρόνοια’’ των 384 ευρώ της εθνικής σύνταξης.  Όμως  ακόμα και αυτά τα 384 ευρώ δεν θα είναι εγγυημένα, αλλά θα προβλέπονται περιορισμοί τόσο βάσει των εισοδηματικών κριτηρίων, όσο κυρίως σχετικά με τα χρόνια ασφάλισης, εγκαταλείποντας στη τύχη τους τα λαϊκά στρώματα και σπρώχνοντάς τα προς τις ιδιωτικές εταιρίες ασφάλισης.

Με δεδομένο πως το εθνικό σύστημα υγείας είναι ετοιμόρροπο και ανίκανο να περιθάλψει αξιοπρεπώς τους ασθενείς, που προέρχονται κυρίως από τα χαμηλά στρώματα, διαφαίνεται ο συνολικός σχεδιασμός για την τύχη των λαϊκών στρωμάτων, αφού η εγκατάλειψη των δομών της δημόσιας υγείας (μέσα σε μια τριετία μείωση δαπανών κατά 35%), ταυτόχρονα με την (αντί)ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ουσιαστικά εμπορευματοποιούν το χαρακτήρα της ασφάλισης και της περίθαλψης των εργαζομένων. Έτσι, με το κράτος και την εργοδοσία να αποσύρονται από την κοινωνική πρόνοια, οδηγούμαστε σταδιακά και μελετημένα στον κανιβαλισμό, είτε της απόλυτης εγκατάλειψης, είτε του εκβιασμού της ιδιωτικής ασφάλισης. Σε αυτό το πνεύμα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προώθησε το νομοσχέδιο που τέθηκε στο κοινοβούλιο για ψήφιση, το οποίο αφορά τις ευρωπαϊκές οδηγίες για προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης μέσω του λεγόμενου πλαισίου «solvency II», που προβλέπει και την ασφάλιση φυσικών προσώπων. Η αναδιάταξη των ασφαλιστικών εταιριών που αυτή τη στιγμή συμβαίνει μέσω εξαγορών από διεθνή κεφάλαια (η Εurolife της Eurobank εξαγοράστηκε από την καναδική Fairfax και η ΑΤΕ ασφαλιστική από την γερμανική Εrgo, ενώ  αναμένονται και άλλες συγχωνεύσεις και εξαγορές μέσα στο 2016), σηματοδοτεί ένα σαφή και καθόλου τυχαίο προσανατολισμό του διεθνούς κεφαλαίου προς το χώρο της ασφάλισης, άρα και μια αναμενόμενη κερδοφόρα επένδυση για αυτές.

*

Εξετάζοντας το πολιτικό τοπίο μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η μάχη του ασφαλιστικού, αντιλαμβανόμαστε πως οι εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό (κινητοποιήσεις), όσο και στο εξωτερικό (πίεση νέων μέτρων από τους δανειστές, προσφυγικό, όξυνση της πολεμικής κρίσης στη Συρία με εμπλοκή του ΝΑΤΟ),  λειτουργούν ως  προάγγελος πολιτικής αποσταθεροποίησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, βουτηγμένος μέχρι το λαιμό στην μνημονιακή πολιτική που ήταν εξαρχής προορισμένος να υπηρετήσει, είναι καταδικασμένος να αποτύχει, αφού η χώρα είναι χρεοκοπημένη, τα μνημονιακά μέτρα και οι προβλέψεις τους δεν  επαληθεύονται και οι δανειστές ζητάνε όλο και περισσότερα με την ‘‘υπόσχεση’’ διευθέτησης του χρέους. Οι πιέσεις των δανειστών για μειώσεις στις κύριες συντάξεις και για απαλλαγή των εισφορών της εργοδοσίας, αποκρυσταλλώνουν τον αντεργατικό σχεδιασμό τους, αλλά και την πρόθεση για απόλυτο εξευτελισμό του ΣΥΡΙΖΑ, που στο όνομα μιας «επιζήμιας ρήξης» θα αναγκαστεί να παραιτηθεί και πάλι από τις ‘‘κόκκινες γραμμές’’ του και να υποχωρήσει εκ νέου στις διαταγές των δανειστών. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο αφού οι θεσμοί  απαιτούν ταυτόχρονη κατάθεση του φορολογικού νομοσχεδίου, νέα μέτρα ύψους 2δις για το 2016 και άλλα 2 δις για το 2017, βάσει της έκθεσης της Κομισιόν για δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους περίπου 7 δις έως το 2018. Ουσιαστικά, η συγκυβέρνηση είναι δεμένη χειροπόδαρα, αφού από τη μία δεν μπορεί να αναιρέσει την υπογραφή της στο μνημόνιο και από την άλλη δεν μπορεί να παραιτηθεί, όχι τόσο γιατί αυταπατάται ότι θα μπορέσει να ξεπεράσει το σκόπελο της λιτότητας και θα επαναφέρει την ‘‘ανάκαμψη’’, όσο γιατί μια παραίτηση ή μια (άμεση) αποδοχή οικουμενικής κυβέρνησης θα χαρακτήριζε την πολιτική της ως την πλέον αποτυχημένη στην ιστορία της χώρας.

Το πολιτικό σύστημα της χώρας είναι ετοιμόρροπο και χωρίς καμία εναλλακτική στον ορίζοντα. Η εκλογή του ακραίου νεοφιλελευθέρου Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ αν και μοιάζει βολική για τους ευρωπαίους δεν αποτελεί άμεση επιλογή, αφού το ζητούμενο είναι να κερδηθεί χρόνος ώστε να επιτευχθούν οι απαιτούμενες διεργασίες, πόσο μάλλον όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απόλυτα ελεγχόμενος και δεσμευμένος από το μνημόνιο που υπέγραψε. Και αυτό γιατί είναι δεδομένο πως μια επάνοδος της ΝΔ, ακόμα και με την αναμενόμενη ευθυγράμμιση που θα επιδείκνυε στις προσταγές των δανειστών, δεν θα μπορούσε να αντέξει το βάρος της συνεχιζόμενης αντιλαϊκής πολιτικής που προβλέπεται για τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα. Έτσι, το σενάριο μιας οικουμενικής κυβέρνησης μπορεί να φαντάζει το πλέον ιδανικό για τους δανειστές για την ομαλή και άμεση εφαρμογή των μνημονίων, λόγω του ότι το εγχώριο πολιτικό προσωπικό έχει εξαντλήσει τα περιθώρια του, όμως αυτή τη στιγμή μπορεί να μετατεθεί χρονικά, αφού αυτό που επείγει είναι να κλείσει άμεσα η πρώτη αξιολόγηση και να επικυρωθούν τα μέτρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και πλέον κοινωνικά απονομιμοποιημένος, είναι υποχρεωμένος να αντέξει τους κραδασμούς ώστε να φέρει εις πέρας την αποστολή του: την ασφαλιστική και φορολογική ‘‘μεταρρύθμιση’’. Διαφορετικά, μια παραίτηση και προκήρυξη εκλογών θα επικύρωναν την αποσταθεροποίηση και θα μετέθεταν χρονικά την ψήφιση των μέτρων, κάτι που αυτή τη στιγμή δεν συμφέρει τους δανειστές που επείγονται για τις ‘‘μεταρρυθμίσεις’’ στο εργασιακό, ώστε να ξεκινήσει άμεσα η εφόρμηση των κεφαλαίων που εκπροσωπούν.

Με την υπάρχουσα κατάσταση χρεοκοπίας, τόσο της εγχώριας οικονομίας όσο και του κοινοβουλευτικού της προσωπικού, η οποία μάλιστα δεν πρόκειται να μεταβληθεί ούτε κατ’ ελάχιστο στο άμεσο μέλλον, προμηνύεται μια συνθήκη μακροχρόνιας σήψης στην οποία ένα μαχητικό και οργανωμένο κίνημα θα μπορούσε και θα έπρεπε να παρέμβει καταλυτικά, ακόμα και με αξιώσεις  επαναστατικής ανατροπής. Όμως πριν φτάσουμε να μιλάμε για επαναστατική απόπειρα, και ακριβώς για να προσδώσουμε στη λέξη επανάσταση το ιστορικό της περιεχόμενο, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βασικά.

*

Μέσα στα δεδομένα πλαίσια, σε μια συγκυρία δηλαδή ακραίας ταξικής επίθεσης,  καλούμαστε κατ’ αρχάς να δώσουμε έναν αγώνα κυρίως υπαρξιακό για το μέλλον της τάξης μας. Για το αν και με ποίο τρόπο θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε με τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Μπροστά σε αυτά τα άμεσα -αλλά συγχρόνως αναπάντητα (ακόμα)- ερωτήματα θα πρέπει να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες πολιτικές απαντήσεις, τόσο για το συνολικότερο ζήτημα της καπιταλιστικής κυριαρχίας, όσο κυρίως για το ειδικότερο αποτύπωμα της στη σημερινή συγκυρία. Δηλαδή, για το πώς αντιλαμβανόμαστε τις επιμέρους εκφράσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, αλλά και τι περιεχόμενο δίνουμε στους αγώνες εναντίον της. Ξεκινώντας από το γεγονός πως η διάκριση ανάμεσα στους ‘‘αντικαπιταλιστικούς’’ και στους ‘’ενδιάμεσους’’ αγώνες είναι ψευδής, γιατί οι πρώτοι χωρίς τους δεύτερους δεν μπορούν να αποκτήσουν διαλεκτικό περιεχόμενο, είμαστε υποχρεωμένοι να προσδώσουμε στην ταξική πάλη έναν υλικό χαρακτήρα. Να την ‘‘προσγειώσουμε’’ δηλαδή στις άμεσες ανάγκες μας ως προλετάριοι και στους αγώνες που δίνουμε ενάντια σε αυτά που ολοένα μας στερούν, ώστε τελικά η επαναστατική προοπτική να μπει σε αληθινές ράγες και να αποκτήσει πραγματικό περιεχόμενο πάλης.

Σε πρώτο χρόνο, οι απαντήσεις μας απέναντι στις επιμέρους μάχες που δίνουμε, για να είναι έγκαιρες και δραστικές δεν μπορούν παρά να καθορίζονται από το συγκεκριμένο διακύβευμα της συγκεκριμένης συγκυρίας. Να συμπυκνώνουν δηλαδή με τη μορφή καίριων αιτημάτων, όχι μια προσδοκία δικαιότερης αστικής διαχείρισης, αλλά τη δυναμική των δικών μας ταξικών επιχειρημάτων απέναντι στις προτάσεις των αφεντικών. Γιατί, αυτά τα αιτήματα (θα πρέπει να) αποτυπώνουν την πολιτική επεξεργασία του κινήματος, το μέσο επικοινωνίας του με το λαό και την προοπτική που δίνει στον αγώνα. Γιατί, αν αποδεχθούμε πως τα αιτήματα αποτελούν ρεφορμιστική πρόταση πάλης, υπονοώντας την από πλευράς μας αποδοχή της αστικής κυριαρχίας και την συνδιαλλαγή μαζί της με όρους υποτέλειας, είμαστε καταδικασμένοι σε μια ατέρμονη ‘’υπερεπαναστατική’’ αοριστολογία έξω και πάνω από τον ταξικό πόλεμο της εποχής μας. Γιατί εν τέλει, η ταξική πάλη δεν εκφράστηκε πότε στην ιστορία με τη μορφή της καθαρής αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αλλά γύρω από υλικά συμφέροντα και κοινωνικές ανάγκες, γύρω δηλαδή από τα ζωτικά –και αναγκαστικά αντιφατικά- αιτήματα  κάθε εποχής.

Αν και η εμπειρία των ‘‘ενδιάμεσων’’ αγώνων στις τελευταίες δεκαετίες δεν άφησε τις απαιτούμενες παρακαταθήκες για την ενίσχυση του κινήματος (με όρους ανασυγκρότησης και στρατηγικού σχεδιασμού), παρά αυτοτελείς κινητοποιήσεις που οριοθετούνταν στην εκπλήρωση ή μη του εκάστοτε αιτήματος, παρόλα αυτά αποτέλεσαν de facto στιγμές ταξικής διαπάλης. Και αυτό γιατί, πέρα από τις εκκωφαντικές αδυναμίες του κινήματος, η ταξική πάλη εκφράζεται αντικειμενικά από τη στιγμή που επιχειρείται η (όποια) αναχαίτιση των σχεδίων των αφεντικών. Και είναι εδώ που η κατανόηση του αντικειμενικού χαρακτήρα της ταξικής πάλης (που είτε σε ύφεση, είτε σε όξυνση, εκφράζεται  αδιάκοπα) καθορίζει τα καθήκοντα των επαναστατικών δυνάμεων και το βαθμό επιρροής τους στο εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις κραυγαλέες αντιφάσεις και αδυναμίες της τάξης μας, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την ιδεολογική ηγεμονία της σύγχυσης και του ατομικού συμφέροντος. Η ιδεολογική και οργανωτική οπισθοχώρηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος είναι μια θλιβερή διαπίστωση και οφείλουμε καταρχάς να μελετήσουμε τα αίτια της. Γιατί μόνο έτσι θα εξαχθούν τα απαραίτητα συμπεράσματα, ώστε να κατανοήσουμε με πολιτικούς όρους τα ιδεολογικά και κατασταλτικά εργαλεία του εχθρού, ώστε να προβληματιστούμε πάνω στα δικά μας λάθη για την ερμηνεία της ταξικής πάλης και του ρόλου μας μέσα σε αυτή,  διεκδικώντας συλλογικά και πατώντας πλέον στα γερά θεμέλια της αυτοκριτικής και του αναστοχασμού, μια απόπειρα ανασυγκρότησης του κινήματος.

Όμως, μια τέτοια στρατηγική ανασυγκρότησης, ακριβώς επειδή (θα πρέπει να) αντιλαμβάνεται την επίλυση της οπισθοχώρησης του κινήματος ως πρωτεύον καθήκον, δεν μπορεί να επικαλείται τις κοινωνικές αντιφάσεις για να απέχει από τον αγώνα, αλλά αντίθετα θα πρέπει να εμπλακεί μαζί τους για να τις ξεδιαλύνει και να περιφρουρήσει το προλεταριάτο από τον συνεχόμενο καταιγισμό της παροπλιστικής ιδεολογίας του κεφαλαίου. Εάν αποδεχθούμε την υπάρχουσα κατάσταση ως μη αναστρέψιμη είναι δεδομένο πως η πολιτική μας επεξεργασία θα εγκλωβιστεί στη γυάλα της εσωστρέφειας, σε μια πολιτική που δεν αναζητά συμμάχους, που δεν έχει επαναστατικά κίνητρα, σε μια ‘‘ρεαλιστική’’ πολιτική του ‘‘εφικτού’’ και τελικά σε μια εφικτή πολιτική της μιζέριας. Σε μια ακύρωση της έννοιας της πολιτικής. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η ταξική πάλη συντελείται σε συνθήκες που δεν επιλέγουμε οι ίδιοι, και γι’ αυτό τα καθήκοντα των αγωνιστών επικαθορίζονται και από τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Δυστυχώς, η δικιά μας εποχή είναι η εποχή της σαρωτικής επίθεσης του κεφαλαίου και της αδυναμίας να κρατήσουμε στοιχειωδώς τις γραμμές της άμυνας μας. Όμως γι’ αυτό, και για να μην χαθούμε στην ηττοπάθεια και στη σύγχυση, θα πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή και επιμονή για να ξαναδώσουμε ζωή στο όραμα της επανάστασης, ως κάτι ρεαλιστικό και επιβεβλημένο. Ρεαλιστικό γιατί οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες και πρέπει να στρατευτούμε με πάθος για να χτίσουμε τις υποκειμενικές, επιβεβλημένο γιατί μόνο η επανάσταση μπορεί να δώσει σωτηρία από την λαίλαπα της καπιταλιστικής κρίσης.

Σε μια τέτοια συνθήκη λοιπόν, στη οποία καλούμαστε να δώσουμε μια τιτάνια μάχη, μια διπλή μάχη, από τη μία για την ιδεολογικοπολιτική μας ανασυγκρότηση και από την άλλη για την οργάνωση της αντεπίθεσης μας στο κεφάλαιο, χρέος μας είναι να αναλύσουμε τους συσχετισμούς (επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης του κινήματος και της τάξης, οικονομικοπολιτική συγκυρία) ώστε να αρθρώσουμε τα επίκαιρα και γειωμένα αιτήματα που αντανακλούν το επίδικο της συγκυρίας. Μονάχα έτσι θα μπορέσουμε να εκπονήσουμε έναν προσαρμοσμένο στα δεδομένα της εποχής σχεδιασμό μάχης και να μπούμε δυναμικά στον αγώνα μπολιάζοντας το μερικό με το συνολικό. Η ενότητα του ‘‘οικονομικού’’ και του ‘‘πολιτικού’’ αγώνα, είναι ενότητα διαλεκτική και αποτελεί την πρώτη ύλη για τη χάραξη μιας επαναστατικής πολιτικής. Γιατί η σύνδεση με τον λαϊκό παράγοντα είναι απαράβατος κανόνας της επαναστατικής διαδικασίας, γιατί η θέση μας μέσα σε αυτούς τους αγώνες δεν είναι αφαιρετικά αυτονόητη, ούτε οριοθετείται στην υποκειμενική- άρα και αποκομμένη- μας παρουσία. Η επαναστατική πολιτική είναι πολιτική ενότητας με το αγωνιζόμενο υποκείμενο γιατί επικοινωνεί και ζυμώνεται μαζί του, ώστε να υπηρετεί στην πράξη την εκτροπή από το ρεφορμισμό και να προσδίδει στον (εκάστοτε) αγώνα μια πραγματική αντικαπιταλιστική προοπτική. Στο χέρι μας είναι να νικήσουμε.

Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *