Η επίσκεψη Ομπάμα στο φόντο των εγχώριων και διεθνών εξελίξεων. Οι ιστορικοί όροι της εξάρτησης από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

2016-11-15t114013z_698898369_lr1ecbf0weisz_rtrmadp_3_obama-greece-e1479210385327_fotorΣτις 15 Νοεμβρίου καταφθάνει στην Αθήνα ο Μπαράκ Ομπάμα, ο πολιτικός προϊστάμενος της μεγαλύτερης οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης του πλανήτη, των ΗΠΑ. Η επίσκεψη Ομπάμα, η τελευταία του σε ευρωπαϊκό έδαφος πριν την επερχόμενη λήξη της θητείας του, αν και ήσσονος σημασίας σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων, αποτελεί μια ευθεία πολιτική παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας. Το περιεχόμενο της επίσκεψης του Αμερικάνου προέδρου περιλαμβάνει στο ακέραιο τα οικονομικά και γεωπολιτικά ζητήματα που άπτονται του άμεσου ενδιαφέροντος των ΗΠΑ. Το ζήτημα της διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης, η διευθέτηση του ελληνικού χρέους, το κυπριακό, το μεταναστευτικό και οι γεωπολιτικές συμμαχίες της Ελλάδας με τον αμερικανοκίνητο άξονα Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου, βρίσκονται στην ατζέντα των συζητήσεων με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας μια κρίσιμη διάσταση στην επίσκεψη του Αμερικάνου προέδρου. Ουσιαστικά, αυτό που νοηματοδοτεί την επίσκεψη Ομπάμα, είναι η απαίτηση για εχέγγυα, όσον αναφορά τη συνέχιση της αμερικάνικης επιρροής, πάνω στην άσκηση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Η ανάμειξη του αμερικάνικου παράγοντα στα εσωτερικά της Ελλάδας δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο της τρέχουσας περιόδου, αλλά καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας που απέκτησε η χώρα, αρχής γενομένης, από την ανασυγκρότηση που επιχειρήθηκε στη μεταπολεμική εποχή. Η αμερικάνικη παρέμβαση στο σύνολο της πολιτικής ζωής του τόπου αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας αφού τα αμερικάνικα κεφάλαια, βγαίνοντας πανίσχυρα από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, συντέλεσαν στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης, αλλά και της Ελλάδας συγκεκριμένα, δημιουργώντας μια ηπειρωτική ζώνη επιρροής. Από το περίφημο “ στρατηγέ ιδού ο στρατός σας” του Π. Κανελλόπουλου προς τον Αμερικάνο στρατηγό Βαν Φλιτ, που ανέλαβε την εξόντωση των αντιστασιακών κομμουνιστών ανταρτών, μέχρι το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο ανθοφόρησε τα τελματωμένα αμερικάνικα κεφάλαια επενδύοντας στην ανοικοδόμηση της Ελλάδας και την εξαγορά της σαν οικόπεδο και σαν σφαίρα επιρροής απέναντι στην ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ εγκαταστάθηκαν ως δύναμη επιστασίας πάνω στην οικονομική, στρατιωτική και πολιτική κατεύθυνση της Ελλάδας. Ολόκληρη η μεταπολεμική περίοδος βρίθει από παραδείγματα απερίφραστης ανάμειξης των Αμερικάνων, σφραγίζοντας με τη στάση τους τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας του τόπου. Με αιχμή την “κομμουνιστική απειλή” και το αντιδραστικό μεταπολεμικό καθεστώς διώξεων και εκτελέσεων των κομμουνιστών, την είσοδο στο ΝΑΤΟ και την εγκατάσταση των πρώτων στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα το 1953 ως “άμυνα” απέναντι στους Σοβιετικούς, τη “βιομηχανική άνοιξη” του 1950-60, με τα αμερικάνικα μονοπώλια να καταλαμβάνουν τις κεντρικές θέσεις της Ελληνικής οικονομίας μέχρι τα Ιουλιανά, την αποστασία, την εγκαθίδρυση της χούντας και την Κυπριακή τραγωδία, οι Αμερικάνοι έχουν ταυτίσει το όνομα τους με την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας, με τις διώξεις και τα βάσανα του λαού μας.

Η πολιτική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο αφορούσε, κατ’ αρχάς, τη διαδικασία επανεκκίνησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου αφού ο πόλεμος, που προήλθε ως η μόνη διέξοδος για την αμερικάνικη οικονομία που μαστιζόταν από την κρίση του 1929, είχε επιτελέσει το σκοπό του. Η καταστροφή υποδομών και η αναδιάταξη των αγορών, άνοιξε περάσματα στην παγκόσμια οικονομία για να επενδυθεί το συσσωρευμένο κεφάλαιο. Η υπεροχή των ΗΠΑ, σήμαινε την πρωτοκαθεδρία στην ανοικοδόμηση των οικονομικών και στρατιωτικών συσχετισμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ευρωπαϊκή ήπειρος, ως διευρυμένη αγορά και ως στρατηγικό σημείο που γειτνιάζει με την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, αποτελούσε βασικό πεδίο ενδιαφέροντος με στόχο τη δημιουργία ενός ελεγχόμενου καπιταλιστικού κέντρου. Έτσι, η μεταπολεμική καπιταλιστική Ευρώπη, σχεδιάστηκε καταρχάς ως έδαφος υποδοχής αμερικάνικων κεφαλαίων για να ξαναμπεί σε λειτουργία η παγκόσμια καπιταλιστική μηχανή, αλλά και ως παρατηρητήριο της Μέσης Ανατολής και προκεχωρημένο φυλάκιο απέναντι στην ΕΣΣΔ, προετοιμάζοντας τις επερχόμενες πολεμικές επιχειρήσεις στις πετρελαϊκές χώρες και την ψυχροπολεμική εποχή που ακολούθησε.

Τη μεταπολεμική περίοδο, η οικονομική και στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ ταυτόχρονα με την αδυναμία της Αγγλίας να διατηρήσει τον ηγεμονικό της ρόλο ως οικονομική και αποικιοκρατική υπερδύναμη, κατέστησαν τις ΗΠΑ ως την κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη που απέκτησε τον έλεγχο των περιφερειακών και τριτοκοσμικών κρατών. Το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, με τις ΗΠΑ να αναλαμβάνουν την διηπειρωτική κηδεμονία, καθόρισε τις ανακατατάξεις στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, με τα αμερικάνικα κεφάλαια να διεισδύουν με πολεμικούς όρους  στις πρώην αποικίες σπέρνοντας πολέμους και δικτατορίες. Με τα κατοχικά προγράμματα του ΔΝΤ, τα οποία αιμορράγησαν κυρίως τις λατινοαμερικάνικες χώρες, οι ΗΠΑ εγκατέστησαν τη νέου τύπου αποικιοκρατική πολιτική τους, βασισμένη στην οικονομική υφαρπαγή του πλούτου των χωρών δια της βίας. Ίσως όχι με τη μορφή  της άμεσης στρατιωτικής κατοχής, αλλά με τους  πράκτορες της CIA να αλωνίζουν στα εδάφη των περιφερειακών κρατών, ορίζοντας τους δικτάτορες, εκπαιδεύοντας το στρατό και την αστυνομία τους και κατευθύνοντας την οικονομική πολιτική τους. Αντιδραστικά καθεστώτα υπό τις οδηγίες των ΗΠΑ βούλιαζαν τους λαούς στην ανέχεια, ιδιωτικοποιώντας και ξεπουλώντας τα πάντα στα αμερικάνικα μονοπώλια, την ίδια στιγμή που στο κορμί του λαού όχι μόνο επιβαλλόταν η πείνα, αλλά και οι νέες μορφές βασανιστηρίων υπό τις οδηγίες των πρακτόρων της CIA. Οι λαοί στέναζαν κάτω από την μπότα των αμερικάνικων μονοπωλίων τα οποία ρουφούσαν το φυσικό πλούτο και την εργασία των προλετάριων, ενώ ταυτόχρονα υπό την “κομμουνιστική απειλή” εξαφανίζονταν, βασανίζονταν και φυλακίζονταν χιλιάδες άνθρωποι που αντιστέκονταν. Η παγκόσμια κατακραυγή για την αιματοβαμμένη πολιτική των ΗΠΑ στις χώρες της περιφέρειας, στελέχωσε στη συνέχεια τόσο τα ηρωικά αντιιμπεριαλιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην περιφέρεια, όσο και τις αντάρτικες αντιιμπεριαλιστικές ομάδες και κινήματα, που ανέπτυξαν την δράση τους στην Ευρώπη και στη Β.Αμερική.

Την ίδια στιγμή, η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, σύμφυτη με τις αρχές του καπιταλισμού που εδράζονται στον ακραίο ανταγωνισμό και τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, συγκρότησε τα δικά της μονοπώλια επιχειρώντας την αυτονομία από τον αμερικάνικο παράγοντα και την κατάκτηση μιας θέσης ισχύος στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Οι κρίσεις της δεκαετίας του 1970 και η αναγκαστική στροφή της παγκόσμιας οικονομίας προς το νεοφιλελευθερισμό, δημιούργησαν μια ελευθερία κινήσεων των κεφαλαίων συγκροτώντας νέα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως αυτό της ΕΕ. Αυξήσεις εξαγωγών κεφαλαίου, εκτίναξη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, συγκρότηση μονοπωλίων ελέγχου βασικών πυλώνων της οικονομίας, ιδιωτικοποιήσεις και αύξηση δαπανών για στρατιωτικό υλικό, αποτέλεσαν τα γνωρίσματα της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, στην προσπάθεια της να συγκροτήσει το αντίπαλο δέος των ΗΠΑ. Όμως, ακόμα και αν η ΕΕ κατάφερε να αποτελέσει το δεύτερο μεγαλύτερο ιμπεριαλιστικό κέντρο του πλανήτη, η κυριαρχία των ΗΠΑ παρέμενε αδιαπραγμάτευτη. Απόλυτη πρωτιά στις πωλήσεις όπλων, στους χρηματιστηριακούς δείκτες, στον έλεγχο των φυσικών πόρων του πλανήτη, σε στρατιωτικές βάσεις (και επεμβάσεις) σε ξένες χώρες και στα μονοπώλια τεχνολογικής καινοτομίας. Η ΕΕ, αν και οικονομικά πανίσχυρη, παρέμενε υπό τη σκιά του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, υποτασσόμενη στην οικονομική και κυρίως στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ, εμπλεκόμενη με τις εμπορικές διατλαντικές συναλλαγές και τις Νατοϊκές επεμβάσεις που ενίσχυαν και το δικό της ρόλο στο διεθνές περιβάλλον. Ουσιαστικά, οι σχέσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αποκρυσταλλώνουν τη δομική-άναρχη φυσιογνωμία του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία εκκινεί από την παραγωγική διαδικασία και καταλήγει στις διακρατικές σχέσεις που την εκπροσωπούν, στις εύθραυστες, δηλαδή, συμμαχίες ανάμεσα στα καπιταλιστικά κέντρα, την ετεροβαρή αλληλοδιαπλοκή τους και την ροπή προς τον άκρατο ανταγωνισμό που οδηγεί νομοτελειακά στις κρίσεις και τους πολέμους.

Η Ελλάδα, μέσα στην παγκόσμια καπιταλιστική αναδιάρθρωση εκείνης της εποχής, αναβάθμισε τη θέση της ως μέλος της ΕΕ, παραμένοντας όμως μια χώρα εξαρτημένα αναπτυσσόμενη υπό την εποπτεία των ηγεμονικών δυνάμεων της ΕΕ (κυρίως τη Γερμανία) και των ΗΠΑ. Η εγχώρια αστική τάξη ενσωματώθηκε στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό περιβάλλον ταυτίζοντας την ενίσχυσή της με τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της ΕΕ. Πράγματι, η ενσωμάτωση στην ΕΕ επέφερε μια ραγδαία ανάπτυξη για την εγχώρια πλουτοκρατία, η οποία όμως δομήθηκε πάνω στην παρασιτική οικονομική δραστηριότητα των τραπεζών, την αποβιομηχάνιση, την τριτογενοποίηση και τη ρεμούλα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια που εισέρρεαν αφειδώς επιτηδευμένα. Η ελληνική οικονομία είχε πήλινα πόδια, βασιζόμενη στη μαφιόζικης έμπνευσης διαδικασία δανειοδότησης για την ενίσχυση της απορρόφησης των ευρωπαϊκών προϊόντων μέσω της έμμεσης ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης, καθώς οι μισθοί συμπιέζονταν σταθερά για δεκαετίες. Οι Ευρωπαίοι δανειοδοτούσαν την Ελλάδα διογκώνοντας το χρέος της, για να απορροφούνται  τα προϊόντα των μονοπωλίων τους, για να υφαρπάζουν οι τραπεζίτες κεφάλαια και να τα τοποθετούν στα χρηματιστήρια και για να καλύπτονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα από τις φοροαπαλλαγές, τις εισφοροδιαφυγές και τις (κυρίως κατασκευαστικές) απάτες της εγχώριας αστικής τάξης. Ο ρόλος των ΗΠΑ παρέμενε σταθερά ελεγκτικός – κυρίως σε ζητήματα γεωπολιτικού προσανατολισμού.  Η Ελλάδα, όντας κόμβος μεταξύ τριών ηπείρων (Ευρώπη, Αφρική, Ασία), αποτελούσε για τους Αμερικάνους κρίσιμο γεωγραφικό σημείο ως πολεμικό ορμητήριο προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και ως πέρασμα για τη μεταφορά ενέργειας προς την Ευρώπη, εξυπηρετώντας τα αμερικάνικα μονοπώλια που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο κλάδο.

Η Ελλάδα, ως πεδίο εφόρμησης των Αμερικάνων, παραχωρούσε ενδοτικά τα εδάφη της -μέσω των κυβερνήσεων της- για Νατοϊκές βάσεις, ενώ ταυτόχρονα υπέγραφε συμφωνίες απόλυτης εκχώρησης ελευθερίας κινήσεων στα αμερικάνικα στρατεύματα εντός ελληνικού εδάφους, άνευ κυρώσεων και ελέγχου, ακόμα και σε περιπτώσεις παραβίασης βασικών διακρατικών κανόνων ασφαλείας. Το φαιδρό αίτημα του Α. Παπανδρέου της δεκαετίας του 1980 περί εκτοπισμού των “βάσεων του θανάτου”, ένα κατά τα άλλα καθαρά λαϊκό αίτημα που αποτύπωνε το διακαή πόθο για εθνική ανεξαρτησία και άσκηση αυτόνομης πολιτικής αποτυπώνοντας τις τραγωδίες που βίωνε ο λαός για πάνω από 30 χρόνια, έπεσε φυσικά στο κενό. Η αμερικάνικη πίεση κι επιβολή για παραμονή και επέκταση των βάσεων εντός ελληνικού εδάφους οδήγησαν στην (αναμενόμενη) αναδίπλωση της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, ανοίγοντας τελεσίδικα το δρόμο για τη μετέπειτα στρατιωτικοποίηση της χώρας. Έτσι, οι πόλεμοι που ακολούθησαν στο Ιράκ (δύο φορές), τη Γιουγκοσλαβία και το Αφγανιστάν είχαν τόσο τη συνδρομή των ελληνικών στρατευμάτων, ως κομμάτι του Νατοϊκού στρατού, όσο και την απεριόριστη χρήση των ελληνικών εναέριων και υδάτινων χώρων για τη διευκόλυνση των αμερικάνικων στρατευμάτων στις πολεμικές τους επιχειρήσεις. Η ανάμειξη του ελληνικού κράτους στα πολεμικά σχέδια των Αμερικάνων, μια ανάμειξη που μονάχα επικίνδυνη μπορεί να αποβεί για το λαό μας, ανταμειβόταν με την πολιτική κάλυψη των Αμερικάνων σε διαπλεκόμενα πρόσωπα (δημοσιογράφοι, πολιτικοί, τραπεζίτες, επιχειρηματίες), με ευνοϊκές εμπορικές συναλλαγές και με την υπόσχεση προστασίας απέναντι στην Τουρκία. Η διαμάχη, βέβαια, με την Τουρκία δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μια επιτηδευμένη υποδαύλιση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών με στόχο την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, προς όφελος των Νατοϊκών καρτέλ πώλησης όπλων, αλλά και την ανάδειξη των Αμερικάνων ως προϊστάμενη δύναμη των εμπορικών δραστηριοτήτων στην περιοχή της Μεσογείου.

Από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 στην Αμερική, μια κρίση που εξαπλώθηκε σαν παλίρροια σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, η ανθρωπότητα μπήκε σε μια νέα ιστορική φάση με δυσοίωνες προβλέψεις για την κατάληξή της. Η κρίση που εκφράστηκε αρχικά στον τραπεζικό τομέα, ως κύριο πεδίο εναπόθεσης των συσσωρευμένων κεφαλαίων τα τελευταία 20 χρόνια, επανακαθορίζει -όπως όλες οι κρίσεις παγκόσμιας εμβέλειας- τους καπιταλιστικούς συσχετισμούς δύναμης. Ο καπιταλιστικός χάρτης επαναχαράσσεται, με την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ να παραμένει, όντας όμως υποβαθμισμένη, στον παγκόσμιο καταμερισμό και αμφισβητήσιμη από τις αναδυόμενες οικονομίες (BRICS). Το βάθος της κρίσης είναι τέτοιο που η όξυνση των ανταγωνισμών λειτουργεί ως προϋπόθεση για την επιβίωση των μονοπωλίων μέσα στην απαιτούμενη καταστροφή κεφαλαίου, και με τα κράτη να αποκτούν ρόλο πολεμικής εμπροσθοφυλακής στην υπεράσπιση της θέσης τους στον παγκόσμιο καταμερισμό. Προς το παρόν, ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστικών κέντρων εκφράζεται με όρους οικονομικού πολέμου ανάμεσα στα μονοπώλια για την κατάκτηση μιας θέσης ισχύος στην ανακατανομή των αγορών. Η πολιτική των ΗΠΑ στον τομέα του παγκόσμιου οικονομικού πολέμου, σε αυτό το σημείο, διαμορφώνεται με αποκαλύψεις σκανδάλων και επιβολή κυρώσεων και προστίμων σε ανταγωνιστικούς κολοσσούς βιομηχανικού και τραπεζικού ενδιαφέροντος. Οι περιπτώσεις της Volkswagen και της Deutschebank αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα του ασύμμετρου πολέμου ανάμεσα στα μονοπώλια, και συγκεκριμένα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ηγέτιδα δύναμη της ΕΕ, τη Γερμανία. Οι σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ είναι σχέσεις άσπονδης φιλίας, αφού το διακύβευμα της επικράτησης των αμερικάνικων ή των ευρωπαϊκών μονοπωλίων σε μα συγκυρία κρίσης δεν αφήνει περιθώρια αγαστής συνεργασίας, παρά μόνο τακτικούς εμπορικούς ελιγμούς, έως ότου να επιλεχθεί η τελική λύση ενός παγκοσμίου πολέμου, οπού εκεί θα καθοριστούν ευκρινώς και τα στρατόπεδα.

Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται στους πρόποδες της ολοκληρωτικής καταστροφής, αφού καμία από τις βασικές προϋποθέσεις για σταθερή ανάκαμψη από την κρίση δεν πληρείται, ενώ αυτό που συμβαίνει είναι η εξακολούθηση της παρασιτικής απόσπασης κέρδους από τα χρεόγραφα των τραπεζών και η ισοπεδωτική μεταφορά των συνεπειών της κρίσης προς τα χαμηλά στρώματα των λαών του πλανήτη. Όμως αυτό δεν αρκεί. Οι κεντρικές τράπεζες των κρατών φυλλορροούν, η ανάπτυξη είναι αναιμική, η παραγωγή παραμένει στάσιμη αφού η αγοραστική δύναμη μειώνεται διαρκώς, και νέα πεδία τοποθέτησης των κεφαλαίων δεν υπάρχουν. Η Αμερική, ως παγκόσμια υπερδύναμη, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων και ανάβει εστίες πολέμου στα στρατηγικά σημεία του πλανήτη, ώστε να διασφαλίσει τις σφαίρες επιρροής της και την ηγεμονία των μονοπωλίων της. Έτσι, σκηνικά πολέμου στήνονται μέσα στην Ευρώπη με την υποκίνηση και στήριξη του πραξικοπήματος στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή με την υποστήριξη των κανίβαλων του ISIS και του φιλοδυτικού FSΑ απέναντι στη συριακή κυβέρνηση Άσαντ, στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Υεμένη και τη Λιβύη με τη στήριξη του γεωγραφικού τεμαχισμού και τους εμφυλίους, αλλά και στον Ειρηνικό Ωκεανό απέναντι στην Κίνα και τη διεκδίκηση της υδάτινης περιοχής γύρω από το τεχνητό νησί Νάνσα. Οι ΗΠΑ μετατρέπουν τον πλανήτη σε πυριτιδαποθήκη για να υπερασπιστούν δια της βίας την παντοκρατορία τους, σέρνοντας τους λαούς στην προσφυγιά και τη φρίκη. Ο κεντρικός ανταγωνιστικός άξονας που εκφράζεται στο μέτωπο ΗΠΑ-Ρωσίας, πέρα από το ολοκαύτωμα στη Μέση Ανατολή και τη διεκδίκηση των Αμερικάνων στο μονοπώλιο εκμετάλλευσης των φυσικών κοιτασμάτων ενέργειας, λαμβάνει ολοένα και περισσότερο πολεμικές διαστάσεις και μέσα στην Ευρώπη. Πέρα από την Ουκρανία, οι χώρες της Βαλτικής, ως σύνορο με τη Ρωσία, μετατρέπονται σε στρατιωτικά φυλάκια του ΝΑΤΟ, με τελευταίο το παράδειγμα της κρίσης των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας, Φιλανδίας και Νορβηγίας, μετά από αποστολή Αμερικανών πεζοναυτών ως ενίσχυση απέναντι στα ρωσικά στρατεύματα, στήνοντας μια γενική πρόβα πολέμου. Η Ευρώπη μετατρέπεται από τους Αμερικάνους σε ζώνη στρατιωτικής περικύκλωσης της Ρωσίας, με τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία, τον περασμένο Ιούλιο, να αποφασίζει την αύξηση στρατευμάτων στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης. Μέσα σε όλα αυτά, τα κράτη στρατιωτικοποιούνται επιπλέον με αύξηση δαπανών για εξοπλισμούς, με ειδικές νομοθεσίες καθώς και με φιλοπολεμική-ακροδεξιά ρητορική που εφορμά από την οικονομική δυσπραγία της Ευρώπης και το προσφυγικό ζήτημα, προμηνύοντας την επερχόμενη ανθρωποσφαγή. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι με ποια μορφή θα παραταχθούν τα μέτωπα και ποιες ακριβώς δυνάμεις θα τα συγκροτήσουν, αφού η κρίση αποδομεί τις πάγιες συμμαχίες και δημιουργεί ανακατάταξη των συμφερόντων, όπως παρατηρείται στα ήδη υπάρχοντα πολεμικά μέτωπα της Μέσης Ανατολής (βλ. Τουρκία και τις αμφιταλαντευόμενες σχέσεις της με ΗΠΑ και Ρωσία), όμως ο καθοριστικός παράγοντας των ΗΠΑ και της πολεμικής διάθεσης απέναντι στη Ρωσία, ενδέχεται να αποτελέσει τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο θα παραταχθούν οι σύμμαχοι τους.

Η Ελλάδα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, αποτελεί ένα χρήσιμο εξάρτημα για τις οικονομικές και γεωπολιτικές βλέψεις των ΗΠΑ τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη Μέση Ανατολή και τον ενδεχόμενο πόλεμο με τη Ρωσία. Από το ξέσπασμα της κρίσης, η χώρα αποτελεί το σχοινί στην διελκυστίνδα ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, με τις δύο υπερδυνάμεις να ανταγωνίζονται, εις βάρος του λαού μας, για την εξυπηρέτηση των δικών τους σχεδιασμών στην Ευρώπη. Η αμερικάνικη πολιτική επιδιώκει μια “ελάφρυνση” του χρέους της Ελλάδας, ως όχημα για την αποκαθήλωση της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής που έχει επιβάλει η Γερμανία, όχι φυσικά γιατί έχει ένα φιλολαϊκό προσανατολισμό, αλλά γιατί μια τέτοια αλλαγή πλεύσης θα αποδυνάμωνε το γερμανικό κεφάλαιο και την ισχύ του ευρώ. Η γερμανική πολιτική εδράζεται στο σχεδιασμό για την απόλυτη ηγεμονία των κεφαλαίων της, μέσω των κεντρικών οδηγιών για λιτότητα και δημοσιονομική πειθαρχία, ώστε να προστατέψει τις γερμανικές τράπεζες και να διασφαλίσει τη δυναμική του ευρώ, ως σταθερού και εχέγγυου νομίσματος για τις διεθνείς συναλλαγές. Η Γερμανία, ως κυρίαρχη δύναμη της Ευρώπης, επιδιώκει την απόλυτη συγκέντρωση των βασικών κατευθύνσεων της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ στα χέρια της, ανταγωνιζόμενη ακόμα τις έτερες Ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γαλλία), αποδεικνύοντας την παραμορφωτική φυσιογνωμία των καπιταλιστικών συμμαχιών και του ανταγωνισμού στο εσωτερικό τους. Οι ΗΠΑ, αντιλαμβανόμενες τις επιδιώξεις της Γερμανίας να καταστεί μέσω της ΕΕ παγκόσμια υπερδύναμη, χρησιμοποιεί την αστάθεια εντός της (ΕΕ) ως πολιορκητικό κριό για να χτυπήσει τη γερμανική πολιτική. Η υποτιθέμενη στήριξη στην Ελλάδα και στη χειμαζόμενη από τη λιτότητα Ευρώπη, δια στόματος των Αμερικάνων αξιωματούχων, σκιαγραφεί τον ψυχροπολεμικού τύπου πόλεμο φθοράς προς τη Γερμανία, με στόχο τη δημιουργία τριγμών στο εσωτερικό της ηπείρου και τη διείσδυση της αμερικάνικης πολιτικής στη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης.

Με όχημα το χρέος και την αντικειμενική αδυναμία εξυπηρέτησης του από το ελληνικό κράτος, οι ΗΠΑ και η Γερμανία χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως τερέν για τους διαξιφισμούς τους, με το ΔΝΤ να επιμένει στη “διευθέτηση” του χρέους ως προϋπόθεση για τη συνέχιση της συμμετοχή του στα “προγράμματα στήριξης” της Ελλάδας. Μετά από έξι χρόνια μνημονίων είναι πια σαφές ότι ο φαύλος κύκλος της δανειοδότησης της χώρας, ταυτόχρονα με το εκτοξευμένο χρέος, τη μηδενική ανάπτυξη και την ανεργία, οδηγεί νομοτελειακά στο γκρεμό. Οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται για τη σωτηρία της ελληνικής οικονομίας- τουναντίον, ενδιαφέρονται για την απόλυτη κατάπτωσή της, ώστε να αξιοποιήσουν το βάθεμα της εξάρτησης. Άλλωστε, οι απαιτήσεις των εκπροσώπων του ΔΝΤ στις εκάστοτε “διαπραγματεύσεις” για τα μνημονιακά μέτρα των τελευταίων ετών είναι αποκαλυπτικές. Οι ιδιωτικοποιήσεις, οι μειώσεις δημοσίων δαπανών και το σάρωμα των εργασιακών δικαιωμάτων αποτελούν τη μόνιμη επωδό του ΔΝΤ ώστε να συνεχίσει να μετέχει στα “προγράμματα στήριξης”, βάζοντας τη δικιά του σφραγίδα στο οικονομικό τέλμα της χώρας. Οι επαναλαμβανόμενες μελέτες του ΔΝΤ που αφορούν στη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, δεν στοχεύουν στον εξορθολογισμό και την ανάκαμψη της παραπαίουσας ελληνικής οικονομίας, αλλά στην τεχνοκρατική μέθοδο πίεσης προς τη Γερμανία και την απειλή για εγκατάλειψη της Ευρώπης. Το ΔΝΤ, ως κατακτητικός οικονομικός μηχανισμός, επιδιώκει την εξασφάλιση των καταστατικών του επιδιώξεων στο ακέραιο, παρέχοντας “στήριξη” με πολλαπλάσια ανταλλάγματα, κυρίως γεωπολιτικού ενδιαφέροντος. Το ΔΝΤ συνεχίζει να εμπλέκεται στη (χαμένη) υπόθεση της Ελλάδας αξιοποιώντας τα οικονομικά της αδιέξοδα προς όφελος των τριπλών επιδιώξεων των Αμερικάνων στην περιοχή. Αξιοποίηση της Ευρώπης ως φυλάκιο απέναντι στη Ρωσία, ως ελεύθερο πεδίο επένδυσης των αμερικάνικων κεφαλαίων και ως στρατιωτική βάση για τις εξορμήσεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Στα πλαίσια αυτού του σχεδιασμού αντιλαμβανόμαστε και τη διαχείριση της Ελλάδας. Η συζήτηση γύρω από τα μέτρα, τα μνημόνια και την οικονομική πορεία της χώρας, είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τη συζήτηση για τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις ανακατατάξεις που επιφέρει η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Το μέλλον της χώρας δεν κρίνεται από το κοινοβούλιο και τις εκάστοτε κυβερνήσεις, αλλά από τους συσχετισμούς δύναμης εντός των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, δίνοντας μια κοσμοϊστορική διάσταση στη συγκυρία. Η χώρα, χρεοκοπημένη και εξαρτημένη από τα ιμπεριαλιστικά κεφάλαια, δεν έχει άλλη τύχη παρά να αξιοποιείται ως εργαλείο συναρμολόγησης των εκατέρωθεν ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Η διαχείριση της ελληνικής κρίσης ουσιαστικά σκιαγραφεί τη διαμάχη των ιμπεριαλιστικών κέντρων ΗΠΑ-Γερμανίας για την οικονομική πολιτική στο εσωτερικό της Ευρώπης και για την πρωτοκαθεδρία των μονοπωλίων τους. Σκιαγραφεί τις πολεμικές επιδιώξεις των ΗΠΑ στην περιοχή και το -καθοριστικής σημασίας- γεωγραφικό εμβαδόν που καταλαμβάνει η Ελλάδα στο φλεγόμενο πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτά είναι τα κύρια ζητήματα από τα οποία κρίνεται το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό μέλλον του τόπου. Αυτό σημαίνει διαχείριση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ταυτισμένη με την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, αξιοποιείται από τους Αμερικάνους ως δούρειος ίππος για την αποσταθεροποίηση της γερμανικής πολιτικής στην Ευρώπη. Από την πρώτη προεκλογική περίοδο μέχρι και σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε μεμονωμένα μέσω κάποιων “αμφιλεγόμενων” στελεχών του (Βαρουφάκης), είτε συλλογικά μέσω της κεντρικής πολιτικής του επιδίωξης, αποτυπώνει στο ακέραιο την ταύτιση θέσεων με τους Αμερικάνους, τουλάχιστον για το ζήτημα του χρέους. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πήρε το χρίσμα από τους Αμερικάνους για να εκλεγεί, παίρνοντας υπόσχεση “διευθέτησης” του χρέους μέσω του ΔΝΤ, κάτι που έδινε φαινομενικές ανάσες στην ελληνική οικονομία. Η εγχώρια αστική τάξη έδωσε χώρο στην εκλογή ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από αυτόν. Γιατί, όχι μόνο έδινε προεκλογικούς όρκους πίστης στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, αλλά έμπαινε και με το δυναμικό αέρα της βεβαιότητας για ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού, έχοντας εξασφαλισμένη τη στήριξη των Αμερικάνων. Η εγχώρια πλουτοκρατία, υποβαθμισμένη και αποσταθεροποιημένη από την κρίση, έβλεπε στον Τσίπρα την εναλλακτική πρόταση για απεμπλοκή από την ύφεση, έχοντας τα εχέγγυα των Αμερικάνων πατρόνων της. Έτσι, η αλήστου μνήμης εξάμηνη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές αποτέλεσε την (αποτυχημένη) απόπειρα των Αμερικάνων να προκαλέσουν τριγμούς στην άτεγκτη πολιτική λιτότητας των Γερμανών, αναταράσσοντας μέσω του ΣΥΡΙΖΑ τα ευρωπαϊκά διαβούλια. Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε ως σαμποτέρ στο εσωτερικό της Ευρώπης πατώντας σε δύο βάρκες. Από τη μία, πατούσε στη λαϊκή αγανάκτηση απέναντι στους δανειστές και από την άλλη στη στήριξη των Αμερικάνων, κερδίζοντας επάξια τον τίτλο της πλέον αποτυχημένης-τυχοδιωκτικής πολιτικής εκστρατείας στην ιστορία του τόπου. Η τότε “εθνική προσπάθεια”, που έχαιρε στήριξης σύσσωμου του εγχώριου αστικού μπλοκ, παρ’ όλες τις εξόφθαλμες αντιφάσεις, αποκάλυπτε πως ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε για λογαριασμό άλλων. Δεν θα υπήρχε καμία πιθανότητα μια κυβέρνηση να προβαίνει αυτόνομα σε κινήσεις τόσο υψηλού πολιτικού ρίσκου και η αστική τάξη να μην αντιδρά με όλα τα μέσα. Ο ΣΥΡΙΖΑ λογοδοτούσε και καθησύχαζε τους εγχώριους πλουτοκράτες, οι οποίοι και στήριζαν μέχρι ένα σημείο την απόπειρα σύγκρουσης με τη Γερμανία, διεκδικώντας ανάσες καπιταλιστικής ανάκαμψης. Η μάχη εκείνου του εξαμήνου ήταν μάχη (τμημάτων) της εγχώριας αστικής τάξης και των Αμερικάνων συμμάχων τους, μια μάχη, όμως, που θα μπορούσε να δημιουργήσει πραγματικές αναταράξεις στο εσωτερικό της Ευρώπης με απρόβλεπτες συνέπειες. Έτσι, και μην ξεχνώντας τις εύθραυστες ισορροπίες που λειτουργούν επιταχυντικά στις πολιτικές εξελίξεις, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, η απαιτούμενη λαϊκή επαγρύπνηση και ετοιμότητα για ανάληψη πολιτικών καθηκόντων, όπως αυτή θα μπορούσε να χρειαστεί την περίοδο του δημοψηφίσματος, θα μπορούσε να ανατρέψει τη δρομολογημένη ακύρωση του παλλαϊκού ΟΧΙ και να τοποθετήσει το λαό στο επίκεντρο των εξελίξεων. Μια συγκροτημένη μαζική, επαναστατική-λαϊκή κινητοποίηση που θα απαιτούσε, επ’ αφορμής του δημοψηφίσματος, τη ρήξη με τους δανειστές και την αποχώρηση από την ΕΕ και που θα μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά στην οριακή κατάσταση εκείνων των ημερών δημιουργώντας μια μη αναστρέψιμη πολιτική αστάθεια προς όφελος των επαναστατικών-λαϊκών συμφερόντων.

Η αμερικανόφιλη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας πια ωριμάσει από την παταγώδη αποτυχία της πρώτης κυβερνητικής περιόδου και έχοντας ανερυθρίαστα ταχθεί στο πλευρό της ντόπιας και διεθνούς πλουτοκρατίας, εξακολουθεί να διεκδικεί το μοναδικό σημείο για να περισώσει το “αριστερό” προφίλ της. Η “διευθέτηση” του χρέους, για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ τα δίνει κυριολεκτικά όλα ξεπουλώντας τη δημόσια περιουσία, πετσοκόβοντας μισθούς και συντάξεις, ενσωματώνοντας κόφτες στις δημόσιες δαπάνες, λεηλατώντας την πρώτη κατοικία των χαμηλών στρωμάτων, χαρίζοντας νησιά στο ΝΑΤΟ για πολεμικές βάσεις, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μια επιμήκυνση της αποπληρωμής των επιτοκίων του ελληνικού χρέους. Δηλαδή, δεν αφορά μια μείωση του χρέους, αλλά τη “διευκόλυνση” στον τρόπο αποπληρωμής του. Η πρόταση των Αμερικάνων για μείωση των επιτοκίων, μια πρόταση που αν υλοποιηθεί ο λαός θα την πληρώσει πολύ ακριβά με νέα δυσβάσταχτα μέτρα, ουσιαστικά σημαίνει την επιμήκυνση της αιχμαλωσίας της χώρας στο διηνεκές μέσω της εκτόξευσης των απαιτούμενων ετών για τη ρύθμιση των χρεολυσίων. Όμως, ακόμα και αν υπάρξει μια έμμεση μείωση των επιτοκίων που θα δώσει περιθώρια για χρηματοδότηση της αγοράς, θα πρέπει να απαντήσουν οι ιθύνοντες του ΣΥΡΙΖΑ εις όφελος ποιών μονοπωλίων θα πάνε τα λεφτά και με ποιές εργασιακές συνθήκες θα δουλέψουν οι χιλιάδες άνεργοι που θα απορροφηθούν. Η κατάσταση της οικονομίας είναι σε τραγικό σημείο και δεν υπάρχει περιθώριο άμεσων επενδύσεων. Ακόμα και όταν αυτές συμβούν, ως “θεάρεστο έργο” της αριστερής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, θα υποδεχθούν σαν σύγχρονα “Νταχάου” τους χιλιάδες άνεργους νεολαίους με καθεστώς επισφάλειας, χαμηλής μισθοδοσίας, συνδικαλιστικού εμπάργκο και εργοδοτικής δικτατορίας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχωρά ακάθεκτη το αντιλαϊκό-αντεργατικό έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων, ώστε να προσελκύσει το ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο, μετατρέποντας σε σκλαβοπάζαρο τη σύγχρονη αγορά εργασίας.

Ο Μ. Ομπάμα, αποτελεί την προσωποποίηση της παγκόσμιας οικονομικής και στρατιωτικής δικτατορίας των ΗΠΑ πάνω στον πλανήτη. Στο πρόσωπό του αντανακλάται η κόλαση της ανθρωπότητας. Η φρίκη των πόλεμων, των θαλασσοπνιγμένων, των άστεγων και των άσιτων της περιφέρειας. Αντανακλάται η εκμηδένιση της ανθρώπινης ζωής, ο τρόμος στα μάτια των μικρών παιδιών που ενηλικιώνονται πρόωρα στις φουσκωτές βάρκες της Μεσογείου και στους φράκτες των απροσπέλαστων συνόρων της Ευρώπης. Αντανακλάται το αίμα των αθώων, το ποτάμι των νεκρών που πλήρωσαν με τη ζωή τους την τιμή των πετρελαίων. Αντανακλάται ο ανοιχτός λογαριασμός που έχουμε με τη χώρα του για τους χιλιάδες μάρτυρες που έπεσαν στη μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Για τους δικούς μας ήρωες που δολοφονήθηκαν πολεμώντας το κτήνος. Για τους εγχώριους αγωνιστές, για όσους υπερασπίστηκαν τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία στα βουνά της Ελλάδας, για τον Μπελογιάννη, το Λαμπράκη, τον Πέτρουλα και τους χιλιάδες κομμουνιστές που μαρτύρησαν στα ξερονήσια και τις φυλακές. Ο κοινός πόθος των λαών να ζήσουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι αποτελεί το αμοιβαίο κάλεσμα που αντηχεί από τα βάθη της ιστορίας για τη μέχρις εσχάτων πάλη.  Αυτή η πάλη θα διεξάγεται αδιάκοπα για την αλληλεγγύη και την ειρήνη των λαών, μέχρι να εξαφανιστεί από τη γη το σαράκι της ανθρωπότητας, ο καπιταλισμός.

Καλούμε όλες τις δυνάμεις του ευρύτερου επαναστατικού κινήματος, τους ανθρώπους που μισούν τους πολέμους και όσους τους καλλιεργούν, τους ανθρώπους της τάξης μας που βιώνουν την ανέχεια των μνημονίων να βρεθούν στο δρόμο διαδηλώνοντας ενάντια στην επίσκεψη του Μ. Ομπάμα στη χώρα μας. Να διαδηλώσουν για την ειρήνη, για τα εργασιακά δικαιώματα που εξαϋλώνονται, για τα δημόσια αγαθά που ιδιωτικοποιούνται και εν τέλει, για τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια που δεν πρόκειται να μας χαρίσει κανείς. Για την αξιοπρέπεια και το σεβασμό των λαών όλης της γης. Να ενώσουμε τη φωνή μας με εκείνη των βασανισμένων και των ξεριζωμένων, στέλνοντας το μήνυμα της ενότητας των λαών απέναντι στους δικτάτορες και τους σφαγείς.

Να βγούμε στους δρόμους φωνάζοντας ξανά και ξανά το σύνθημα που χαράχθηκε στη μνήμη των πιο ένδοξων αγώνων:

ΦΟΝΙΑΔΕΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ

(κείμενο που δημοσιεύτηκε από τη Συνέλευση πριν την επίσκεψη Ομπάμα)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *