Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι τα εξεγερσιακά γεγονότα του 2010-2012, οι μαζικές, βίαιες και αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις αυτής της διετίας καθόρισαν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Αν θέλουμε όμως να εμβαθύνουμε στα “περιεχόμενα των αντιμνημονιακών ταραχών 2010-2012” και να αντλήσουμε χρήσιμα και απαραίτητα συμπεράσματα για τον αγώνα, πρέπει να αντιληφθούμε αυτά τα χρόνια σαν μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για τις επαναστατικές δυνάμεις. Αν θέλουμε η εμπειρία του χτες να μας οδηγήσει στις νίκες του αύριο, πρέπει να τα αντιληφθούμε σαν μια πολιτική, ιδεολογική και στρατιωτική ήττα.
Η διετία 2010-2012 είχε όλα τα βασικά γνωρίσματα της επαναστατικής κατάστασης. Καθοριστική υπήρξε: “1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους. Η μια είτε η άλλη κρίση των “κορυφών”, η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων (…). 2) Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε “ειρηνική” εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ’ όλες της συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις “κορυφές” σε αυτοτελή ιστορική δράση.”
Τη διετία αυτή δεν υπήρξαν, όμως, οι υποκειμενικές συνθήκες. Παρά τις γενικευμένες συγκρούσεις, τη μαζική συμμετοχή στις απεργίες και τις διαδηλώσεις της εποχής, τις λαϊκές συνελεύσεις, τις αυθόρμητες επιθέσεις σε εκπροσώπους των μνημονιακών κομμάτων, την κοινωνική ανυπακοή (άρνηση πληρωμής των διοδίων, του χαρατσιού, άρνηση επικύρωσης των εισιτηρίων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, επανασυνδέσεις ρεύματος, μαζικές απαλλοτριώσεις προϊόντων από σούπερ μάρκετ κλπ) δεν συγκροτήθηκε ένας κεντρικός επαναστατικός φορέας.
Το 2010-2012 το οργανωτικό μας μοντέλο και τα θεωρητικά μας εργαλεία αποδείχτηκαν, στην πράξη, φτωχά. Δεν γίναμε η ιδεολογική, πολιτική και στρατιωτική εμπροσθοφυλακή του λαϊκού κινήματος.
Ένας κεντρικός επαναστατικός φορέας που θα συγκέντρωνε την αναγκαία μαχητική ισχύ (ιδεολογική, πολιτική, στρατιωτική) στους αποφασιστικούς χρόνους και χώρους. Που θα στόχευε στην κεντρική πολιτική αναμέτρηση με το κεφάλαιο και το κράτος του. Ένας φορέας που θα εγγυόταν ένα κοινό επαναστατικό σχέδιο με στόχο τους σημαντικούς κόμβους της αστικής στρατηγικής, των οποίων η υπονόμευση θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει συνολικά το σύστημα και να δημιουργήσει προϋποθέσεις επαναστατικής ανατροπής.
Ένα κοινό επαναστατικό σχέδιο που θα διαμορφωνόταν από την ανάλυση των συνθηκών εκείνης της περιόδου: τη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων, την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας, την ύπαρξη κεντρικής επαναστατικής οργάνωσης και το επίπεδο επιρροής της, το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης, τη στάση των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων απέναντι στις δύο βασικές τάξεις.
Ένας κεντρικός φορέας που θα εγγυόταν την ενότητα και τη συγκέντρωση δυνάμεων πάνω σε κοινές θέσεις, που θα καθόριζαν το χαρακτήρα, τους σκοπούς και τα καθήκοντα των επαναστατικών δυνάμεων, που θα παρέμεναν συσπειρωμένες και ενιαίες, παρά τις επιμέρους διαφωνίες. Ενότητα και συγκέντρωση δυνάμεων, η οποία θα είχε σφυρηλατηθεί πάνω σε κοινά συμπεράσματα, τα οποία και θα δημιουργούσαν κοινή εμπειρία, πολιτική παράδοση και συνέχεια.
Ένας μαχόμενος πολιτικός σχηματισμός που θα έθετε την επαναστατική αντί-βία στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων, δίνοντας αυτοπεποίθηση και προοπτική νίκης στο κίνημα. Θα οργάνωνε τις αναγκαίες δομές που θα απαντούσαν στις στρατιωτικοποιημένες δυνάμεις καταστολής, ενώ θα ετοιμαζόταν για τις αναβαθμισμένες αναμετρήσεις του μέλλοντος.
Ένας επαναστατικός φορέας που θα ανέλυε την κρίση και τις αιτίες της και θα καταδείκνυε τα ιστορικά όρια ενός συστήματος, το οποίο έχει σαν μοναδικό σκοπό της παραγωγής το κεφάλαιο και το κέρδος του. Ένας φορέας που θα κατέρριπτε, με στοιχεία, τα νεοφιλελεύθερα ψέμματα περί “υπερκατανάλωσης και υπερχρέωσης του κράτους, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων”. Θα κατέρριπτε την προπαγάνδα περί “καζινοκαπιταλισμού” που επέτρεψαν στο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει τις εκλογές και θα αποδείκνυε από νωρίς ότι η “ελπίδα” που υποσχόταν η “αριστερά” του κεφαλαίου δεν ήταν παρά πλήρης υποταγή στα συμφέροντα του ντόπιου και διεθνούς κεφαλαίου.
Θα εξηγούσε σε πλατιά λαϊκά στρώματα ότι η κρίση είναι δομική και γεννιέται από την ίδια τη λειτουργία του συστήματος, ενισχύοντας έτσι την επαναστατική προοπτική. Θα εξηγούσε ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται στη δίνη μιας παγκόσμιας, συγχρονισμένης κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Κρίση δομική, αφού: πρώτον, είναι η υπερβολική επιτυχία του (υπερσυσσώρευση κερδών, άρα και κεφαλαίου), που οδηγεί και στην αποτυχία του (αδυναμία επαρκών επενδύσεων). Και δεύτερον, γιατί γεννιέται στο σκληρό πυρήνα του συστήματος, στη σφαίρα της παραγωγής και ύστερα μεταφέρεται και στις άλλες οικονομικές σφαίρες (κυκλοφορία, διανομή), αλλά και σε άλλα πεδία όπως το πολιτικό, το κοινωνικό, το νομικό, το διατροφικό κλπ.
Θα εξηγούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρίσης της ελληνική οικονομίας, όπου εμφανίζει υψηλό δημόσιο χρέος, με υστέρηση στη βιομηχανική παραγωγή και αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που οφείλονται στην πρόσδεση στην ΕΕ και ειδικά στη συμμετοχή στην ΟΝΕ, οι οποίες προϋπέθεταν τη διάλυση του πρωτογενή τομέα και την παράδοση του στο διεθνές κεφάλαιο, την αποβιομηχανοποίηση, αλλά και την ευνοϊκή πολιτική απέναντι στα μονοπώλια μέσα από τη χρηματοδότησή τους, τη μείωση της φορολογίας για τα κέρδη τους και τις φοροαπαλλαγές.
Θα εξηγούσε ότι δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική εντός συστήματος (όσο και αν προσπαθεί να πείσει για αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ), αφού μοναδική συστημική διέξοδος από την κρίση εντός καπιταλισμού είναι η καταστροφή κεφαλαίων, η οποία για το κεφάλαιο μπορεί να σημαίνει καταστροφή τμημάτων του, για το λαό όμως σημαίνει φτώχεια και εξαθλίωση.
Ένας φορέας που θα μελετούσε το χαρακτήρα του παγκόσμιου καπιταλισμού, τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τις δομικές σχέσεις ανισομετρίας, ειδικά με τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη. Και θα χρησιμοποιούσε την ανάλυση αυτή στη χάραξη ορθής τακτικής και στρατηγικής.
Για να κατανοήσουμε πλήρως τον εξαρτημένο χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας (άρα και της πολιτικής, στρατιωτικής, τεχνολογικής, διατροφικής κλπ εξάρτησης της χώρας) θα πρέπει να μιλήσουμε για τα “δάνεια της ανεξαρτησίας” του 1824-1825 και να συνεχίσουμε, χωρίς καμία διακοπή, μέχρι την ψήφιση του 3ου μνημονίου από την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μια τέτοια ανάλυση θα ξέφευγε σίγουρα από τα όρια μιας τοποθέτησης σε μια εκδήλωση.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα μέσης ανάπτυξης με έντονες σχέσεις εξάρτησης τόσο με την ΕΕ, όσο και με τις ΗΠΑ. Η επιλογή της πρόσδεσης της χώρας στο άρμα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού είναι όρος επιβίωσης για το ελληνικό κεφάλαιο. Το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, δηλαδή η διαφορετική δύναμη πυρός των κεφαλαίων, η αναπόφευκτη ανισομετρία της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης και οι συνακόλουθες σχέσεις ισχύος μεταξύ των κρατών, αποτελεί το πεδίο δραστηριότητας του ελληνικού κεφαλαίου και του κρατικού σχηματισμού που το εκπροσωπεί.
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι σχέσεις εξάρτησης βαθαίνουν καθοριστικά, ενώ, ταυτόχρονα και αδιαχώριστα, διαμορφώνεται το κατάλληλο περιβάλλον (νομικό, πολιτικό, ιδεολογικό) για την κερδοφορία του ντόπιου κεφαλαίου. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας είναι τα ίδια τα μνημόνια και οι δανειακές συμβάσεις. Γιατί μέσα από την εφαρμογή τους:
1) Επιχειρείται η σταθερότητα και η διάσωση του ΕΥΡΩ.
2) Οι γερμανικές, γαλλικές και αμερικάνικες τράπεζες, ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρίες δεν είναι πια εκτεθειμένες στο ελληνικό χρέος.
3) Υλοποιούνται όλες οι προτάσεις των εγχώριων εργοδοτικών ενώσεων. Μετατρέπεται η χώρα σε Ειδική Οικονομική Ζώνη (με χαμηλούς μισθούς, αποδιαρθρωμένες εργασιακές σχέσεις, ευνοϊκή φορολογία για το κεφάλαιο κλπ)
4) Μεταφέρεται αξία από την περιφέρεια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα (μέσα από τα τοκοχρεολύσια, το δανεισμό για την ανατροφοδότηση του κρατικού χρέους, τη δημιουργία αποθεματικού υπερταμείου για το ξεπούλημα κομβικών τομέων της οικονομίας, κλπ).
5) Ιδιωτικοποιείται η δημόσια περιουσία από κοινοπραξίες, στις οποίες θέση ισχύος κατέχει το διεθνές κεφάλαιο, αλλά και με συμμετοχή και του ελληνικού.
Για αυτό το λόγο είναι σημαντικός ο αγώνας για την κατάργησή τους. Στόχος πραγματικά επαναστατικός, συγκρουσιακός με το κεφάλαιο, τις ανάγκες και τα συμφέροντά του σήμερα, αφού τα μνημόνια είναι άμεσα συνυφασμένα με την αναπαραγωγή του.
Γιατί καθήκον κάθε επαναστατικού φορέα είναι να εντοπίζει έγκαιρα τις αιχμές του αγώνα και τα αιτήματα-κρίκους που θα μπορέσουν να συσπειρώσουν κρίσιμες εργατικές και προλεταριακές μάζες και να ανεβάζουν διαρκώς το επίπεδο ταξικής συνείδησης των λαϊκών στρωμάτων. Στόχος του, στο τέλος, είναι να καταφέρει σημαντικές νίκες που θα υπονομεύσουν σημαντικά την καπιταλιστική λειτουργία. Γιατί αλλιώς, όταν ο αγώνας εξαντλείται σε αόριστες επικλήσεις για την κοινωνική επανάσταση, όταν αναλώνεται σε γενικές αλήθειες, όταν οι τακτικοί στόχοι ταυτίζονται με τους στρατηγικούς, μεταφέρεται στο πεδίο της μεταφυσικής. Χωρίς γείωση με τα πραγματικά προβλήματα, τις ανάγκες και τους αγώνες του λαού σήμερα. Χωρίς, δηλαδή, την απαραίτητη γείωση για να αποτελέσει απειλή για το κράτος, το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό.
Οι πρόσκαιρες ήττες και οι δυσκολίες, όμως, δεν πρέπει να μας απογοητεύουν. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει εύκολα την κρίση, ενώ η μέχρι τώρα καταστροφή κεφαλαίων δεν είναι αρκετή (δείχνοντας ότι η επίθεση στον κόσμο της εργασίας θα ενταθεί, ενώ η σύγκρουση για το “ξαναμοίρασμα του κόσμου” μπορεί να έχει σαν συνέπεια γενικευμένες στρατιωτικές συρράξεις). Στην Ελλάδα οι αστικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης είναι αναποτελεσματικές και οι πολιτικές εφεδρείες του συστήματος εξαντλούνται. Τα λαϊκά στρώματα μπορεί να παραμένουν σαστισμένα, τίποτα όμως δεν εγγυάται και την παραμονή τους σε αυτήν την κατάσταση.
Όλες οι δυνατότητες είναι μπροστά μας. Αρκεί αυτή την φορά να είμαστε πραγματικά έτοιμοι…